Alex Proyas, ένα όνομα, μια ιστορία.
Ο Ελληνο-αυστραλός σκηνοθέτης που μας έχει δώσει μερικά διαμάντια του κινηματογράφου όπως το The Crow (τι άλλο να πω;) και το I, Robot, σε ένα εύρος ταινιών που εκτείνεται στις -wait for it- μόλις 6, ξεκινώντας από το 1989 μέχρι σήμερα.
Με την κυκλοφορία του Dracula Untold, μια ταινία που ήταν να σκηνοθετήσει ο Proyas, αλλά η συνεργασία με την εταιρία δεν έπιασε τόπο λόγω οικονομικών ασυμφωνιών, και έχοντας στο μυαλό μου και το Paradise Lost, το adaptation του ομώνυμου επικού ποιήματος του John Milton, που δε θα δούμε ποτέ για τον ίδιο λόγο ως ανωτέρω, σκέφτηκα να ρίξω μια ματιά στο portfolio του δημιουργού.
Η ταινία που μου κέντρισε το ενδιαφέρον ήταν το Dark City, αφενός για το ότι ήταν η αμέσως επόμενη από το ‘Κοράκι’ και αφετέρου, επειδή είχα την περιέργεια να δω το γενικότερο visual του Proyas σε μια εποχή που τα εκατομμύρια δεν έπεφταν τόσο αβίαστα όσο τώρα, για να υποστηριχθεί στο έπακρο το VFX στοιχείο.
Θα ήταν δηλαδή τόσο ζημιογόνο το να διαθέσει η εκάστοτε εταιρία παραγωγής ένα budget κοντά στις απαιτήσεις του Proyas, ώστε να υλοποιήσει το σκηνοθετικό του όραμα;
Αλλά ας περάσουμε στην ταινία.
Σε μια πόλη που τα πάντα φαίνεται να διαδραματίζονται νύχτα, ο John Murdoch (Rufus Sewell) ξυπνάει στη μπανιέρα ενός δωματίου ξενοδοχείου χωρίς να θυμάται απολύτως τίποτα για το ποιος είναι και πως βρέθηκε εκεί.
Μέσα στο δωμάτιο ανακαλύπτει το πτώμα μιας γυναίκας που φαίνεται να έχει δολοφονηθεί στα πλαίσια ιεροτελεστίας.
Ένα τηλεφώνημα από τον δρ Daniel Schreber (Kiefer Sutherland) θα τον προειδοποιήσει να φύγει από εκεί, καθώς μετά από λίγο καταφθάνουν κάποιοι αλλόκοτοι άνθρωποι, γνωστοί στην ταινία ως οι ‘Strangers’.
Ο Murdock αργότερα θα μάθει το όνομα του, καθώς και το ότι έχει μια γυναίκα, την Emma (Jennifer Connelly), αλλά και ότι η αστυνομία κυνηγά ένα κατά συρροή δολοφόνο, θεωρώντας τον ίδιο ως τον κύριο ύποπτο.
Παράλληλα γίνεται στόχος και των Strangers, οι οποίοι όσο τον πλησιάζουν, τον κάνουν να ανακαλύπτει ότι έχει παράξενες ψυχοκινητικές δυνάμεις, όπως και οι περίεργοι διώκτες του.
Παράλληλα, η Emma απευθύνεται στον επιθεωρητή Frank Bumstead (William Hurt) για να βοηθήσει τον άντρα της και προσπαθούν να τον εντοπίσουν.
Προσπαθώντας να συνδέσει τα κομμάτια του πάζλ του παρελθόντος του, ο John ανακαλύπτει ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Shell Beach, ένα μέρος που όλοι φαίνεται να γνωρίζουν, αλλά μυστηριωδώς κανείς δε θυμάται πώς να πάει εκεί.
Τα ανεξήγητα φαινόμενα κορυφώνονται, όταν τα μεσάνυχτα όλοι στην πόλη πλην του John πέφτουν σε βαθύ ύπνο, μη μπορώντας να ξυπνήσουν, ενώ η πόλη αρχίζει να αλλάζει, με κτίρια να βγαίνουν από το έδαφος και τις αναμνήσεις και προσωπικότητες των ανθρώπων να αλλάζουν με την επέμβαση των Strangers.
Ο John έρχεται σε επαφή με τον δρ Schreber, ο οποίος του εξηγεί ότι οι Strangers είναι εξωγήινοι παρασιτικοί οργανισμοί με κολεκτιβιστική νόηση, οι οποίοι πεθαίνουν και χρησιμοποιούν την πόλη και τους κατοίκους της ως πειραματόζωα για να ανακαλύψουν κάποιο στοιχείο στην ανθρώπινη φυσιολογία που θα τους βοηθούσε να αποφύγουν τη μοίρα τους.
Κάθε τόσο, αλλάζουν τη μορφή της πόλης και τις αναμνήσεις των ανθρώπων, προσπαθώντας να καταλάβουν, διαλέγοντας τον John για το ρόλο του δολοφόνου τυχαία.
Ο John, όμως, προφανώς ανέπτυξε κάποια ιδιαίτερη φυσιολογία, αποκτώντας παράλληλα και τις δυνάμεις των εξωγήινων, αν και τις ενεργοποιεί ακόμη ενστικτωδώς, γι αυτό και είναι ο μόνος που έχει συναίσθηση του τι γίνεται γύρω του.
Καθώς, ο John, ο Schreber και ο Bumstead προσπαθούν να φτάσουν στην άκρη του νήματος, η αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη σκοτεινή αυτή πόλη, θα τους συνταράξει όσο τίποτα ως τώρα.
Να σας πω την αμαρτία μου, δεν πίστευα ότι διαφορετικά κινηματογραφικά genres θα μπορούσαν να ενταχθούν και να πλεχθούν μεταξύ τους σε ένα μόνο full length feature.
Πόσο μάλλον με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο.
Ο Proyas έχει χτίσει τετράγωνο-τετράγωνο, σοκάκι-σοκάκι, κτήριο-κτήριο, ένα επιβλητικό gothic τοπίο με μια film noir αισθητική που παραπέμπει σε δεκαετίες του ’30, του ’40 ή του ’50.
Το σκοτεινό σκηνικό, οι σκιές και τα πλάνα βγάζουν μια αγωνία και μια αβεβαιότητα για το τι μπορεί να βρει ο πρωταγωνιστής στο επόμενο του βήμα, που υπάρχει σε όλη την ταινία δίνοντας μια ωραία συνοχή και εξάπτοντας το ενδιαφέρον του θεατή.
Όπως σε μια ταινία μυστηρίου εποχής, οι σεναριογράφοι David S. Goyer, Lem Dobbs και φυσικά ο Proyas, αφήνουν με έξυπνο τρόπο διάφορα ανεπαίσθητα στοιχεία, που ο θεατής μπορεί να μην αντιληφθεί, αλλά όταν η πλοκή αρχίζει και δένει και το κουβάρι ξετυλίγεται, τότε καταλαβαίνει ότι οι διάφορες λεπτομέρειες έχουν σημασία.
Και μέσα σ’ όλο το μυστήριο, να σου και οι αινιγματικές φιγούρες των Strangers, των πλασμάτων αυτών που μοιάζουν με ανθρώπους, αλλά δεν είναι.
Ο Proyas αγγίζει πολύ ελαφρώς και τα όρια του τρομακτικού, με αυτές τις αλλόκοτες φιγούρες που εμφανίζοντας από το πουθενά και είναι ‘textbook’ creepy.
Ειδικά εκείνο το παιδάκι με το μάτι να γυαλίζει και το τρίξιμο των δοντιών.
Κι επειδή μιλάμε για εξωγήινους, το sci-fi στοιχείο συμπληρώνει στο βαθμό που του αρμόζει το όλο πολύπλευρο narrative.
Κυρίως γίνεται πιο χαρακτηριστικό αυτό το κομμάτι προς το τέλος της ταινίας, δίνοντας μια πιο ‘επική’ διάσταση στην υπόσταση της πόλης και βγάζοντας την από τα… ‘συμβατικά όρια’.
Το νόημα όμως της πόλης είναι πιο βαθύ.
Ένας άνθρωπος ξεπερνάει τα εμπόδια που τον κρατούν δέσμιο μιας κίβδηλης πραγματικότητας και προσπαθεί να φτάσει στην αλήθεια ο ίδιος, αλλά και να τη φανερώσει στους υπόλοιπους.
Τα πνεύματα του Σωκράτη και του Πλάτωνα θα πρέπει να είναι περήφανα, αν και σε αυτόν τον παραλληλισμό με την ‘Αλληγορία του Σπηλαίου’ (από την Πολιτεία του Πλάτωνα), δε μιλάμε για την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τις σκιές, αλλά για την αλήθεια ότι όλα είναι σκιές.
Ταυτόχρονα, ο John Murdoch δεν είναι ο ‘Εκλεκτός’ τύπου Matrix ή ο φιλόσοφος του Σωκράτη, αλλά ένας καθημερινός άνθρωπος που έπεσε τυχαία μέσα σε αυτή τη δίνη αληθινού και ιδεατού.
Παρόλο που είναι ξεχωριστός χάρη στις δυνάμεις του, αφήνεται να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς στη θέση του (ίσως εκεί να κολλάει και η αμνησία), κάτι που μου αρέσει μέσα σε ένα σενάριο, καθόσον εξιδανικεύεται ο καθημερινός άνθρωπος και του δίνεται η δυνατότητα να μπει στο ρόλο του ήρωα.
Στον πρωταγωνιστικό αυτό ρόλο είναι ο Rufus Sewell, ίσως σε έναν από τους λίγους της καριέρας του (ή έστω τους λίγους που έχω δει εγώ) που δεν υποδύεται τον κακό της υπόθεσης.
Ομολογώ ότι δεν τον είχα συνηθίσει έτσι.
Άτιμο πράγμα η ρετσινιά, άμα σου μείνει…
Ωστόσο, τον βρήκα καλό στο ρόλο του, όντας ικανός να αποδώσει ωραία την έκφραση ενός ανθρώπου που δεν έχει τίποτα, δε θυμάται τίποτα, έχει αμφιβολίες για τον ίδιο του τον εαυτό και μια συνεχή απόγνωση επειδή δε μπορεί να αναγνωρίσει ή να καταλάβει τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω του.
Τη Jennifer Connelly δεν μπορώ εδώ να τη χαρακτηρίσω ως πρωταγωνίστρια.
Ήταν περισσότερο για να πλαισιώσει τους Sewell και Hurt και δεν θεωρώ την ερμηνεία της εν προκειμένω από τα δυνατά της σημεία.
Σαν να βγάζει όλη την ταινία με ένα πρόσωπο, με μία μόνο έκφραση.
Ο Kiefer Sutherland από την άλλη ήταν πιο πειστικός στο ρόλο του ας πούμε ‘τρελού επιστήμονα’.
Έχει τα χαρακτηριστικά του ‘γιατρού’ που σε κάποια άλλη περίπτωση ίσως να φαίνονταν αστεία ή επιτηδευμένα, αλλά εδώ πρέπει να φανεί στο κοινό ότι είναι ο μόνος που έχει απαντήσεις σε μια πόλη που δεν ψάχνει τις ερωτήσεις.
Οπότε πρέπει να είναι λίγο πιο τραβηγμένος, στα όρια της καρικατούρας.
Ο Richard O’Brien ως Mr. Hand ξεχωρίζει με την παρουσία του, με μια διεστραμμένη λογική, μια διαταραγμένη έκφραση, αλλά συνάμα μια γοητευτική αύρα πάνω στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα γύρω του.
Ο ρόλος του είναι στον αντίποδα του ρόλου του Sewell και φέρει όλα τα αντίθετα από τον Murdoch.
Μάλιστα, ο Alex Proyas βασίστηκε στον χαρακτήρα Riff Raff από το πασίγνωστο θεατρικό δημιούργημα του O’Brien, The Rocky Horror Show, για να απεικονίσει τη μορφή και την ποστούρα των Strangers.
Ο O’Brien έχει ερμηνεύσει το ρόλο στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου και ο Proyas άντλησε έμπνευση από αυτή την ερμηνεία.
Αυτό που ήθελα παραπάνω από τον Mr. Hand είναι περισσότερο interaction με τον Murdoch.
Ίσως λίγο περισσότερο ενώπιος ενωπίω μεταξύ τους να εμπλούτιζε περισσότερο την πλοκή.
Τέλος, ο William Hurt είναι ο κλασσικός αστυνόμος της εποχής, μετρημένος, ψύχραιμος, θαρραλέος, σκεπτόμενος και γενικότερα συγκεντρώνοντας τα χαρακτηριστικά ενός ίσως πιο θα λέγαμε Bogart-ικού προτύπου.
Η σκηνοθεσία είναι εκπληκτική, όπου αναγνώρισα και πλάνα που μου θύμισαν The Crow με την κάμερα να κινείται επικά προς και από τα επιβλητικά κτίρια με το περίτεχνο design, οπότε υποθέτω ότι είναι κάτι χαρακτηριστικό του σκηνοθέτη.
Τα visual effects επίσης ήταν πολύ πετυχημένα και με ωραία CGI προοπτική όταν η φύση της πόλης αποκαλύπτεται.
Το μόνο σημείο για το οποίο δεν τρελάθηκα είναι τα εφέ που απεικονίζουν τα κύματα των ψυχοκινητικών δυνάμεων.
Μοιάζουν κάπως πρόχειρα βαλμένα, ίσα-ίσα για να φαίνεται η αλληλεπίδραση του ατόμου που τις χρησιμοποιεί με το περιβάλλον γύρω του.
Κατά τα άλλα, πρόκειται για ένα από τα διαμάντια, όχι μόνο εκείνης της χρονιάς, όχι μόνο του Alex Proyas, αλλά της βιομηχανίας του σινεμά γενικότερα, το οποίο δεν έλαβε από το κοινό την αναγνώριση που του άξιζε (αν και οι κριτικοί εξήραν την ταινία), καθώς περίπου δυο μήνες άρχιζε να κάνει την επέλαση του στις αίθουσες ο Τιτανικός σαρώνοντας review, κοινό, βραβεία και φυσικά εκμηδενίζοντας κάθε ανταγωνισμό.
Το γεγονός, όμως, ότι κατάφερε με το ζόρι να τα φέρει ίσα βάρκα-ίσα νερά, μαζεύοντας στο box office περίπου την τιμή του κόστους του, δε σημαίνει ότι δεν παραμένει άξιο προσοχής από το φιλοθεάμον κοινό.
Είτε στην τηλεόραση, είτε σε home media, είτε δεν ξέρω εγώ τι άλλο, το θεωρώ οπωσδήποτε από τις ταινίες που δε θα χαραμίσουν το χρόνο του θεατή, αντίθετα θα βάλουν το μυαλό του να δουλέψει.
Και μιας και είναι η εποχή, το επισημαίνω ως μια ωραία πρόταση για θερινό σινεμαδάκι, αν είστε θεατές και το πετύχετε ή αν είστε ιδιοκτήτες και θέλετε να προβάλετε κάτι καλό στο πανί.
Και καλό καλοκαίρι!
Αργύρης Σταματόπουλος.