Περνάμε στο δεύτερο μέρος της ενότητας-αφιέρωμα στην ταινία Persona, του Ingmar Bergman.
Στο πρώτο μέρος παρουσιάσαμε συνοπτικά την πλοκή της ταινίας και τις σημαντικότερες
προσεγγίσεις/θεωρίες γύρω απ' αυτήν.
Δεν θα
υποστηρίξω ότι το συμβολικό ή ψυχολογικό ή φεμινιστικό επίπεδο δεν υπάρχει στην
ταινία, κάθε άλλο.
Νομίζω όμως, ότι η Persona είναι γεμάτη εικόνες
και επεισόδια που διατηρούν υψηλό βαθμό αμφισημίας έτσι ώστε κάθε προσπάθεια
σημειολογικής ή ψυχολογικής ερμηνείας ή όποιασδήποτε άλλης θεωρίας παραμένει
ανολοκλήρωτη και αρκετές φορές οδηγείται σε αντιφάσεις.
Ίσως σε περιπτώσεις όπως η Persona ο σκηνοθέτης να είναι αυτός που ξέρει το μυστικό της, είναι αυτός που μπορεί να μας πει τί γίνεται τελικά στην ταινία.
Ίσως σε περιπτώσεις όπως η Persona ο σκηνοθέτης να είναι αυτός που ξέρει το μυστικό της, είναι αυτός που μπορεί να μας πει τί γίνεται τελικά στην ταινία.
Και πάλι όμως, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όσες φορές ο Bergman ρωτήθηκε σχετικά, το μόνο που απαντούσε ήταν ότι και ο ίδιος δεν γνωρίζει τίποτα περισσότερο από το κοινό που βλέπει την ταινία.
Κρατώντας την Persona σε ένα επίπεδο μη-αποφασίσιμου ο Bergman κάνει περισσότερα πράγματα από το να μας πει απλώς μια ιστορία με εικόνες: επιχειρεί να μας προσκαλέσει να συμμετέχουμε στο γεγονός της ταινίας, παρά να αναζητούμε σώνει και καλά αιτίες, κίνητρα και τελικές εξηγήσεις, προκειμένου να λύσουμε το μυστήριο της ταινίας (σαν να ήταν μόνο ενάς διανοητικός γρίφος).
Ολίγη ετυμολογία
Η Λατινική λέξη Persona -από την οποία προέρχεται η Αγγλική λέξη person (άτομο)- σημαίνει τη μάσκα που φορά ο ηθοποιός.
To να είσαι άτομο, λοιπόν, σημαίνει να κατέχεις μια μάσκα.
Και στην Persona οι δύο γυναίκες φοράνε μάσκες.
Η μάσκα της Elisabeth είναι η σιωπή της.
Η μάσκα της Alma η φλυάρία της.
Στην εξέλιξη της ταινίας και οι δύο μάσκες ραγίζουν κάτω από την ένταση με την οποία ωθείται στην επιφάνεια το αληθινό τους πρόσωπο.
Η
ετυμολογία του λατινικού ρήματος από το οποίο προέρχεται ο τίτλος Persona είναι επίσης διαφωτιστική (per - sonare = αυτό που ηχεί
διαμέσου).
Αυτό που ηχεί διαμέσου της
μάσκας είναι πρωτίστως η ομιλία του ηθοποιού.
Αυτό που ηχεί διαμέσου των
εικόνων στην ταινία Persona είναι ο προσωπικός τρόπος που ο Βergman βλέπει τον κινηματογράφο: γεμάτο κοντινά πλάνα που
εξερευνούν τις εκφραστικές ποιότητες των προσώπων, γεμάτο φωτοσκιάσεις και
μεταμορφώσεις του φωτός που άλλοτε έχει να κάνει με τη γήινη σκιά (σε γκρίζα
απόχρωση), άλλοτε έχει να κάνει με το αδιαπέραστο σκοτάδι.
Άλλοτε με το φως της
μέρας, άλλοτε με μια παράξενη και αινιγματική λευκότητα μέσα στην οποία
εγγράφονται τα πρόσωπα των ηθοποιών.
Ο Μπέργκμαν φτάνει μέχρι την (σχεδόν
μεταφυσική) διαύγεια του φωτός που μέσα της οι δύο ηρωίδες εμφανίζονται «αυτοπροσώπως».
Οι δύο
γυναίκες διατρέχουν όλα τα δυνατά οριζόντια επίπεδα σχέσης: η τυπική σχέση της
γνωριμίας στην κλινική, η συμπάθεια και ζεστασιά στις πρώτες μέρες της συμβίωσής τους, η
προσπάθεια κατανόησης και εμπιστοσύνης, η προδοσία της εμπιστοσύνης και η σχέση
ελέγχου και εξουσίας που οδηγεί μέχρι τη βία.
Σε όλες
τις περιπτώσεις οι δύο γυναίκες δοκιμάζουν τους ρόλους τους τη στιγμή που το
οπτικό σύμπαν τον κινηματογραφικών εικόνων του Bergman μας προετοιμάζει συνεχώς για το πέρασμα από το οριζόντιο
επίπεδο -όπου οι δύο χαρακτήρες παραμένουν ξεχωριστά άτομα (άτμητα)- στο κάθετο
επίπεδο όπου εμφανίζονται όχι ως προσωπεία (μάσκες) άλλα ως πρόσωπα αφ εαυτών.
Το αληθινό πρόσωπο δεν μπορεί να ενσωμάτωθεί πλήρως σε κανένα από τα προσωπεία
του.
Συνεχώς αντηχεί διαμέσου αυτών, τα διαπερνά και ξεχειλίζει.
Έτσι, διατηρεί
την αυτονομία του, χωρίς να ανάγεται απλώς και μόνο στις μάσκες που φορά.
Η σιωπή και ο ήχος
H εισαγωγή της ταινίας (ανάμεσα στις διασημότερες εναρκτήριες
σκηνές στο σινεμά) είναι μια συρραφή εικόνων που εναλλάσσονται με σαρωτική
ταχύτητα: εικόνες της μηχανής προβολής, απόσπασμα από μια ταινία κινουμένων
σχεδίων, μια σκηνή από παλιά κωμική ταινία βωβού κινηματογράφου, διακόπτονται
από συμβολικές εικόνες που σχεδόν χάνονται στο λευκό τους πλαίσιο (μια αράχνη
παραπέμπει σε προηγούμενη ταινία του Μπέργκμαν, η σφαγή ενός αρνιού έχει
θρησκευτική αναφορά, ένα καρφί που μπήγεται στην παλάμη ενός χεριού σε κοντινό
πλάνο – η μόνη στιγμή που ήχος και εικόνα συγχρονίζονται).
Το χάος
που επικρατεί σε αυτή την συγκόλληση εικόνων αντικατοπτρίζεται πλήρως στην
σκληρή, θραυσματική μουσική του Lars Johan Werle.
Η συναισθηματική ταυτότητα της εισαγωγής της ταινίας
(που προφανώς λείπει από το οπτικό της μέρος) δίνεται αποκλειστικά μέσα από τον
ήχο: ανάμεικτα συναισθήματα, συνειρμοί χωρίς τέλος, η σύγχυση και η ένταση που
χαρακτηρίζει κάθε δημιουργία έργου τέχνης στα πρώτα στάδια…
Οι ασυμφωνίες και ο
μινιμαλισμός της μουσικής σύνθεσης ορίζουν εξαρχής τον τόνο και προετοιμάζουν
τον θεατή γι’ αυτό που θα ακολουθήσει.
Μετά το τέλος της εισαγωγής η μουσική
σταματά για να δώσει την θέση της στους φυσικούς ήχους και τις φωνές των
ηθοποιών (υπάρχουν 6,7 λεπτά μουσικής σε όλη την ταινία).
Από την
ατονικότητα της μοντέρνας μουσικής στην εισαγωγή και στο φινάλε της ταινίας,
μέχρι την αρμονία της μπαρόκ μουσικής του Μπαχ που ακούγεται σε επιλεγμένες
σκηνές, η μουσική εμφανίζεται πάντα σε σκηνές που ο Μπέργκμαν θέλει να τονίσει μόνο
την συναισθηματική κατάσταση της Elisabeth, του ρόλου που παραμένει σιωπηλός σε όλη της ταινία.
Μιας και η επικοινωνία μοιάζει να έχει χαθεί μεταξύ των δύο ηρωίδων, η μουσική
έρχεται για να καλύψει το κενό από τη μια μεριά, αλλά και για να τονίσει το
χάσμα που μοιάζει να μην γεφυρώνεται ποτέ, ισχυροποιώντας ακόμα περισσότερο της
σύγκρουση ανάμεσα στην ομιλία και την σιωπή.
Πρόσωπα στο φως
Λίγο μετά
το μέσον της ταινίας, βλέπουμε μια σκηνή όπου η Elisabeth και η Alma βρίσκονται
η μία απέναντι από την άλλη καθισμένες σ’ ένα τραπέζι.
Η Elisabeth κρύβει
ανάμεσα στα χέρια της τη φωτογραφία του γιού της που είχε σκίσει νωρίτερα στην
ταινία.
Η Alma περιγράφει, σαν να πρόκειται πλέον για δική της ανάμνηση και
εμπειρία, τον τρόπο με τον οποίο η Elisabeth έμεινε έγκυος.
Ο Bergman είχε γυρίσει τη συγκεκριμένη σκηνή από δύο διαφορετικές πλευρές, τοποθετώντας μια κάμερα πίσω και δεξιά από την Liv Ullmann (στραμμένη στο πρόσωπο της Bibi Anderson) και μια δεύτερη πίσω και αριστερά από την Bibi Anderson (στραμμένη στο πρόσωπο της Liv Ullmann).
Στην ταινία, η σκηνή επαναλαμβάνεται πανομοιότυπη δύο φορές (μια φορά από κάθε κάμερα) και η προσοχή μας στρέφεται αποκλειστικά στα πρόσωπα των δύο γυναικών, οι οποίες είναι πανομοιότυπα ντυμένες.
Ο Bergman είχε γυρίσει τη συγκεκριμένη σκηνή από δύο διαφορετικές πλευρές, τοποθετώντας μια κάμερα πίσω και δεξιά από την Liv Ullmann (στραμμένη στο πρόσωπο της Bibi Anderson) και μια δεύτερη πίσω και αριστερά από την Bibi Anderson (στραμμένη στο πρόσωπο της Liv Ullmann).
Στην ταινία, η σκηνή επαναλαμβάνεται πανομοιότυπη δύο φορές (μια φορά από κάθε κάμερα) και η προσοχή μας στρέφεται αποκλειστικά στα πρόσωπα των δύο γυναικών, οι οποίες είναι πανομοιότυπα ντυμένες.
Η σκηνή δομείται αποκλειστικά με κοντινά πλάνα στα πρόσωπα...
Έτσι τα πρόσωπα αποσπώνται από τον χώρο στον οποίο εντάσσονταν, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο περιβάλλον γύρω τους: δεν βρίσκονται σε οικογενειακό περιβάλλον, δεν βρίσκονται σε εργασιακό περιβάλλον, δεν βρίσκονται στην σκηνή του θεάτρου άρα δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν κανέναν ρόλο πλέον (της μητέρας, της νοσοκόμας, της ηθοποιού αντίστοιχα).
Το κοντινό πλάνο συνεπάγεται μια αλλαγή διαστάσεων, αφού μεγεθύνει μια λεπτομέρεια του συνόλου -τα πρόσωπα- κι εδώ πρόκειται για μια απόλυτη αλλαγή.
Εχουμε καταδυθεί διαμέσου όλων των προσωπείων μέχρι το ριζικό βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι δύο γυναίκες στρέφονται η μία στην άλλη πρόσωπο με πρόσωπο μέσα σε ένα διαγές φως που έχει οξύνει στο έπακρο την έντασή του ώστε να μην μοιάζει πλέον με το φως του ήλιου.
Αυτό το φως δημιουργεί μία άλλη –κινηματογραφική –διάσταση, έναν τόπο όπου μέσα του αιωρούνται τα πρόσωπα και εμφανίζονται γυμνά, απαλλαγμένα από κάθε σύστημα ρόλων και προσωπείων.
Τα δύο πρόσωπα σκύβουν το ένα προς το μέρος του άλλου, το μόνο που έχουν διατηρήσει είναι η σιλουέτα τους, απομονώνονται μέσα στο εκτυφλωτικό φως, ώσπου το ένα δανείζεται τις αναμνήσεις του άλλου και συγχωνεύονται (με μια διπλοτυπία οι δύο φωτισμένες πλευρές των δύο γυναικών ενώνονται σχηματίζοντας ένα νέο πρόσωπο. βλ. εικ. παρακάτω).
Επιλογικά
Η Persona εμφανίζει τον αγώνα των προσώπων να βρουν το αυθεντικό τους στίγμα, επιστρέφοντας όσο μπορούν πιο κοντά στις ρίζες τους.
Γι αυτό ο Bergman ριζώνει τα πρόσωπα στο διαυγές φως, εκεί όπου η έσχατη κατάσταση της ύπαρξης είναι «πρόσωπο με πρόσωπο».
Έτσι μας καλεί να δούμε και την ταινία του, στρέφοντας το πρόσωπό μας προς το μέρος της Persona.
Ετσι μας καλεί να συνάψουμε προσωπική σχέση με το σινεμά και να βιώσουμε την ταινία ως γενονός συνάντησης, εξερεύνησης, έκπληξης, γνώσης.
Η Persona μπορεί να μην μοιάζει ολοκληρωμένη (δηλαδή κλειστή και τελειωμένη) ταινία, επειδή είναι ολοκληρώσιμη (δηλαδή ανοικτή στην ολοκλήρωση) μέσα από την εκάστοτε σχέση της με το πρόσωπο του κάθε θεατή που θα βυθιστεί στον κόσμο της.
Γιώργος Παυλίδης.