Δράκουλες! Δράκουλες παντού!
Όταν το Hollywood πάει Καρπάθια!
Ακόμη και πριν το Hollywood στερέψει από ιδέες και πρωτότυπα σενάρια και καταπιαστεί σχεδόν αποκλειστικά με reboots, remakes και comic adaptations (όχι ότι με χαλάει αυτό το τελευταίο), στηριζόταν στην pop κουλτούρα για να αντλήσει ιδέες.
Κι εκτός από τη μυθολογία, την ιστορία, τη λογοτεχνία και τα σχετικά source materials, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μια μορφή που πάντα θα ιντριγκάριζε τόσο τους δημιουργούς, όσο και τους θεατές, για να αποτυπωθεί στη ‘silver screen’.
Ο Vlad ο 3ος Dragwlya, ο επονομαζόμενος και ‘Tepes’ (Παλουκωτής) ήταν ο μονάρχης της Βλαχίας και ‘αγκάθι στα πλευρά’ των Οθωμανών κατά την επέλαση τους στα Βαλκάνια.
Το ‘παλουκωτής’ προέκυψε από την συνήθεια του να παλουκώνει τους εχθρούς του ζωντανούς σε ξύλινα δοκάρια και να αφήνει τα πτώματα τους στημένα έτσι, ως προειδοποίηση και εκφοβισμό προς του επίδοξους αντιπάλους του.
Παρόλο που αποδεδειγμένα ιστορικά, ο Vlad θεωρείτο ήρωας, επειδή ήταν μέγας πολέμιος των Τούρκων και της κατακτητικής τους πορείας, ένα όνομα θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο τον βλέπει το ευρύ κοινό ανά τους αιώνες: Bram Stoker!
Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος του το 1897, ο κόσμος συνέδεσε και μετέφερε ως παράδοση το όνομα του Δράκουλα ως συνώνυμο με το φολκλορικά πλάσματα, τους βρικόλακες.
Ε, μετά από τέτοιο background και τέτοια επιρροή στην παράδοση, η βιομηχανία του κινηματογράφου δε θα έμενε ασυγκίνητη!
Από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, ο Δράκουλας έχει αποτελέσει μια από τις πιο cult φιγούρες του σινεμά και η βαμπιρική υπόσταση του έχει τέρψει πολλούς λάτρεις του τρόμου και γονείς που θέλουν να απειλήσουν τα παιδιά τους να τρώνε όλο το φαΐ τους.
Και μιας και το Hollywood αποφάσισε να κάνει άλλη μια επαναπροσέγγιση της ιστορίας του,το Dracula Untold που κυκλοφόρησε αυτόν τον καιρό, ας κάνουμε κι εμείς μια ανασκόπηση των προκατόχων του Luke Evans (κι απορώ πως δεν σκέφτηκα να το κάνω τόσα χρόνια).
Max Schreck – Nosferatu: Eine Symphonie des Grauens (1922)
Ο Schreck ήταν ο πρώτος κόμης Δράκουλας… που δε λεγόταν Δράκουλας, αλλά Orlok!
Πρωταγωνίστησε στο βουβό φιλμ του Friedrich Wilhelm Murnau, το οποίο ήταν διασκευή του μυθιστορήματος του Bram Stoker, αλλά επειδή το στούντιο δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα, πολλά ονόματα, μέρη και στοιχεία από το βιβλίο άλλαξαν.
Έτσι από Dracula έγινε Orlok και η εμφάνιση του δε θυμίζει σε τίποτα τον αριστοκράτη κόμη, αλλά προτιμήθηκε από το δημιουργό μια πιο τερατόμορφη αποτύπωση, ένα απόκοσμο πλάσμα της νύχτας που το εσωτερικό του αντικατοπτρίζεται στο εξωτερικό του.
Ακόμη και τώρα η εικόνα του Schreck προκαλεί ανατριχίλα, όχι μόνο από το τερατώδες παρουσιαστικό, αλλά και για την αίσθηση φόβου που αποπνέει.
Για να μην αναφέρω τη διάσημη σκηνή που η σκιά του Orlok ανεβαίνει τις σκάλες και το μόνο που θες εκείνη τη στιγμή είναι να βεβαιωθείς ότι έκλεισες πόρτες και πατζούρια.
Παρόλο που το δικαστήριο είχε διατάξει την καταστροφή κάθε αντιγράφου της ταινίας, ως απόφαση υπέρ της εναγούσης Florence Balcombe-Stoker, μια κόπια κατάφερε να παραμείνει και να αντιγραφεί περεταίρω, διατηρώντας την ταινία ‘ζωντανή’ (περίεργη μεταφορά, αν σκεφτούμε τον κεντρικό χαρακτήρα) και αν δημιουργήσει ένα cult κίνημα.
Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού, που άνθισε περίπου την εποχή του μεσοπολέμου, και φυσικά του horror genre.
Bela Lugosi – Dracula (1931)
Μπορεί να μην ήταν ο πρώτος που κλήθηκε να βαδίσει στα βήματα του σκοτεινού βρικόλακα (σε ένα adaptation ενός θεατρικού έργου που με τη σειρά του ήταν κι εκείνο adaptation του έργου του Stoker), αλλά όταν έχετε στο μυαλό σας την εικόνα του Δράκουλα, είναι ο Lugosi.
Η σκοτεινή, αλλά ταυτόχρονα θελκτική παρουσία του, η επιβλητική κορμοστασιά του, το παγωμένο βλέμμα του, η καμπανιστή φωνή του και κυρίως το μαλλί κομμωτήριο είναι τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το Δράκουλα του Lugosi κι έχουν μείνει διαχρονικά μέσα στις δεκαετίες.
Δε χρειάζεται να είναι ο αγαπημένος Δράκουλας του κοινού πλέον, μιας και το trend της εποχής δεν είναι το τόσο ‘ατμοσφαιρικό’ ύφος, αλλά το ‘grounded and gritty’ και ίσως γιατί το visual ή η υποκριτική της εποχής να φαίνονται επιτηδευμένα, υπερβολικά ή και chessy, αναμφίβολα όμως, ο Lugosi έγραψε ιστορία με αυτό το ρόλο και χωρίς τη συνδρομή του, δε θα είχαμε αυτή την iconic φιγούρα του κινηματογράφου.
Christopher Lee – Dracula (1958)
Μπορεί σ’ εμάς τους νεότερους να είναι περισσότερο γνωστός ως Saruman ή Κόμης Dooku (ή ακόμη και μορφή του συμφωνικού metal μουσικού είδους), αλλά για τους κλασσικούς θα είναι πάντα ο Δράκουλας.
Ένας χαρακτήρας πάνω στον οποίο ο Lee έχει αφήσει το στίγμα του.
Με τη φινέτσα του αριστοκράτη, ο Lee είναι ευθυτενής, επιβλητικός (ψηλότερος από τον Lugosi), πιο απειλητικός, με τρομακτικό βλέμμα και έντονο γρέζι στην μπάσα φωνή του που ενίοτε αντηχεί στο χώρο (όταν λέει αυτές τις λίγες κουβέντες τέλος πάντων).
Είναι η προσωποποίηση του άρχοντα του σκότους, το ανίερου πλάσματος που τρέφεται μόνο με αίμα και το φως του ήλιου μπορεί να το εξαφανίσει.
Η ερμηνεία του έμεινε στην ιστορία, αλλά κι εκείνη την εποχή έλαβε τέτοια αποδοχή, που η Hammer Films, η εταιρία που γύρισε το Dracula (Horror of Dracula στην αμερικανική αγορά), του έδωσε ξανά το ρόλο σχεδόν με το ζόρι κι εκείνος τον πήρε παραμάσχαλα σχεδόν σε όλες της παραγωγές της εταιρίας με θέμα το Δράκουλα μέχρι το 1973 -καθώς και την ανεξάρτητη, χαμηλού κόστους ταινία Count Dracula του Jesus Franco.
Παρόλο που μπορεί να μην ήθελε εν τέλει, ο Lee αγκάλιασε το ρόλο, με την έννοια ότι έδωσε όλο το συναίσθημα που θα μπορούσε να βάλει κι ας μην είχε πολλά λόγια.
Η παρουσία του και μόνο γέμιζε την εκάστοτε σκηνή, αφήνοντας μια βαριά κληρονομιά στους επίδοξους διαδόχους που θα αποπειραθούν να υποδυθούν το ρόλο στα μετέπειτα χρόνια.
Udo Kier – Blood for Dracula (1974)
Τι συμβαίνει όταν ανακατεύεις αίμα, sex, ψυχεδέλεια και τον Andy Warhol;
Σου βγαίνει ο Udo Kier!
Σε αυτή την εναλλακτική μεταφορά του χαρακτήρα του Δράκουλα, ο γνωστός κόμης ζει και δρα στη δεκαετία των 20’s και μετακομίζει στην Ιταλία, διψώντας για αίμα παρθένων.
Ο Kier είναι αρκετά εκφραστικός και η ταινία στοχεύει περισσότερο στο να αναδείξει το ψυχεδελικό, ερωτικά αχόρταγο ύφος της, παρά να τονίσει το horror στοιχείο.
Έτσι έχουμε έναν υπερβολικό Δράκουλα ανάμεσα σε πιο παγωμένους και ανέκφραστους λοιπούς χαρακτήρες, με στόχο περισσότερο να διεγείρει το θεατή παρά να τον τρομάξει.
Πολλοί τον θεωρούν κλασσικό ηθοποιό του είδους, αλλά εγώ δε θα τον σύστηνα στους πιο die-hard λάτρεις, καθόσον η αισθητική της ταινίας δεν ακολουθεί την πεπατημένη.
Frank Langella – Dracula (1979)
Βαδίζοντας στα χνάρια του Bela Lugosi (επαναφέρει μέχρι και το κολάρο στην κάπα) κινείται ο Frank Langella πολλά χρόνια αργότερα, αλλά τονίζει το χάρισμα του κόμη να τραβά τα βλέμματα και να μαγνητίζει με την παρουσία του.
Με κίνδυνο να αγγίξει τα όρια του ‘πέφτουλα’ ο εν λόγω Δράκουλας φλερτάρει αδιάκοπα, με τη σκηνοθετική άποψη να δίνει βάρος σε αυτή του την ιδιότητα και όχι τόσο στην πραγμάτωση της ερωτικής επιθυμίας.
Αυτό το ‘δάγκωμα με το γάντι’ σε συνδυασμό με την όλη ατμόσφαιρα, κάνουν την ταινία ένα από τα καλογυρισμένα, δυνατά χαρτιά της εποχής κι ένα σίγουρο εύρημα στις συλλογές των κλασσικών fans.
Ο Langella είχε λάβει μεγάλη αποδοχή και θετικά σχόλια για το πώς υποστήριξε το ρόλο, όντας πνευματώδης, ελκυστικός και κοσμοπολίτης και την ίδια στιγμή τρομακτικός και απειλητικός.
Klaus Kinski – Nosferatu: Phantom der Nacht (1979)
Ο κόμης Orlok επιστρέφει 57 χρόνια μετά… ως Δράκουλας!
Και με υπαρξιακές ανησυχίες.
Ο Kinski κάνει την ίδια αποτύπωση του Δράκουλα, όπως ο Schreck, και αν και δε τον θεωρώ τόσο ‘creepy’ όσο τον original, διατήρησε την ποστούρα του τρωκτικού, τον αποπνέοντα φόβο και το σκοτεινό ύφος με ιδανικό τρόπο, προσθέτοντας συνάμα την ταλανισμένη ύπαρξη που είναι καταδικασμένη σε μια αθανασία χωρίς αγάπη.
Ο σκηνοθέτης Werner Herzog βασίζεται στο πηγαίο του υλικό, αλλά δεν κάνει έναν απλό εκσυγχρονισμό της ιστορίας με τα μέσα της εποχής.
Προσθέτει στο όλο mythology τα δικά του στοιχεία.
Ο Kinski από τη μεριά του μαγνητίζει με την τραγική ασχήμια και την καταραμένη απομόνωση του, κάνοντας έτσι τον εαυτό τον σχεδόν ίδιο με την εικόνα του χαρακτήρα του.
Μη σας πω ότι δίνει περισσότερο συναίσθημα με το βλέμμα του, απ’ ό,τι η Isabelle Adjani με το λόγο της!
Gary Oldman – Bram Stoker’s Dracula (1992)
Η επιτομή του Δράκουλα σε όλες του τις εκφάνσεις.
Τουτέστιν, τα ‘χει όλα και συμφέρει!
Και στις τρεις υποστάσεις του χαρακτήρα, ο Oldman τα δίνει όλα.
Είναι ο βίαιος, βλάσφημος και απελπισμένος πολεμιστής Vlad Tepes.
Είναι ο δανδής, μυστηριώδης και ‘παιχνιδιάρης’ ηλικιωμένος οικοδεσπότης του Keanu Reeves (seriously Coppola;).
Είναι ο στιλάτος και αινιγματικός νεαρός που ψάχνει στο σκοτάδι να βρει τη χαμένη του αγάπη και εξουσιάζει τις υπερφυσικές δυνάμεις.
Ενώνει την τραγωδία με το χάος και το ρομαντισμό με το σκότος.
Ίσως είναι η πιο ολοκληρωμένη αποτύπωση του Δράκουλα, δίνοντας του ταυτόχρονα το τρομακτικό στοιχείο που ο θεατής θέλει σε τέτοιου είδους ταινίες, μαζί με το βάθος και το δομημένο background του κεντρικού χαρακτήρα, που θα δώσει ένα νόημα στις πτυχές της προσωπικότητας του και στον τρόπο που συμπεριφέρεται και δρα.
Αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει μόνο το cult και το campy horror, αίμα και βία απλώς για τέρψη, αλλά μπορεί να ενταχθεί το όλο setting σε μια big-budget, καλοστημένη και καλογυρισμένη ταινία.
Και μπορεί το όνομα Frances Ford Coppola να λέει πολλά, αλλά ο θεατής χρωστάει αυτές τις δύο ώρες του στον ένα και μοναδικό Gary Oldman (και ό,τι και να λέτε, ο βικτωριανός Δράκουλας ήταν και θα παραμένει fashion icon!).
Leslie Nielsen – Dracula: Dead and Loving It (1995)
Ε καλά, για μένα μιλάμε!
Υπήρχε περίπτωση να μην συμπεριλάμβανα τον θεό της κωμωδίας/παρωδίας, Leslie Nielsen.
Παρωδώντας κυρίως το Bram Stoker’s Dracula, αλλά ενσωματώνοντας στοιχεία κι από άλλες κλασσικές παραγωγές και ηθοποιούς, όπως ο Lugosi κι ο Langella, ο Mel Brooks κι ο Nielsen συνθέτουν έναν κόμη Δράκουλα που είναι επιεικώς… μπάζο!
Και λέγοντας ‘μπάζο’ δεν εννοώ το υποκριτικό αποτέλεσμα του Nielsen (παραδεχτείτε το, ακόμα κι αν δε σας άρεσε, γελάσατε έστω και λίγο!), αλλά γενικότερα την καρικατούρα του Δράκουλα που ούτε η γοητεία του, ούτε οι υπνωτικές δυνάμεις του, η ικανότητα να σκαρφαλώνει ανάποδα στους τοίχους, να μεταμορφώνεται σε νυχτερίδα ή οι χορευτικές του επιδόσεις καταφέρνουν να το κάνουν λιγότερο γκαφατζή και αστείο.
Δεν είναι ένας Δράκουλας που θα ψάξουμε να δούμε το βαθύτερο νόημα πίσω από την ύπαρξη του.
Δεν είναι μια ταινία που θέλει να μας τρομάξει.
Ο Nielsen θέλει να αποδομήσει την cult image του βρικόλακα κόμη που χτίστηκε τις περασμένες δεκαετίες και αυτό κάνει.
Τίποτα λιγότερο, τίποτε περισσότερο.
Και γι αυτό μας αρέσει (εμένα τουλάχιστον)!
Rudolf Martin – Dark Prince: The True Story of Dracula (2000)
Ίσως όχι από τους πιο γνωστούς του είδους, αλλά για εμάς που ήμασταν πιτσιρικάδες την εποχή εκείνη, ήταν μια πιο ‘ψαγμένη’ και καλά επιλογή για τη βιντεοκασέτα της εβδομάδας.
Η ιστορία σε αυτήν την TV movie έχει να κάνει κυρίως με τα γεγονότα και την ιστορική φιγούρα του Vlad Tepes, του σφοδρού πολέμιου των Οθομανών, παρά με το μύθο του βρικόλακα.
Βασίζεται στις μάχες, στα σπαθιά και στις πολιτικοκοινωνικές ίντριγκες που περιτριγυρίζουν το χαρακτήρα και μέσω αυτών προσπαθεί να τραβήξει το θεατή.
Ο Martin είναι ένας στωικός και τραγικός συνάμα Vlad, που από νεαρός βιώνει τις κακουχίες και η ζωή του είναι μια διαρκής πάλη με τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και με τον ίδιο του τον αδερφό.
Παρόλη την ιστορική αποτύπωση, όμως, στο τέλος της ταινίας υπάρχει το plot twist που θα ενώσει τα όσα είδε ο θεατής με το θρύλο, αν και δεν το λέει ξεκάθαρα -παρά μόνο με υπονοούμενα.
Gerard Butler – Dracula 2000 (2000)
Νιώθω ότι θα ξαναδώ την ταινία και σε κάποια στιγμή, ο Δράκουλας θα γυρίσει και θα πει «THIS IS TRANSYLVANIAAAAAAAA!»
Πριν, λοιπόν, ο Butler γίνει ο πιο iconic ‘Λιονάιντας’ με τους κοιλιακούς και τις γκαρίκλες, πέρασε και από αυτό το σημείο, να αποτυπώσει δηλαδή τον άρχοντα του σκότους σε μια ένοχη απόλαυση που πολλοί μπορεί να κράξουν, αλλά μάλλον δε θα αλλάξουν κανάλι στην τηλεόραση αν το πετύχουν.
Ο κόμης Δράκουλας ξυπνάει εν έτει 2000 και όχι δεν πάει Καρπάθια, όχι δεν πάει Λονδίνο.
Πάει στη Λουιζιάνα για να βρει την κόρη του Van Helsing.
Αυτή τη φορά ο Δράκουλας δεν είναι απλώς ο πρίγκιπας βαμπίρ της Τρανσυλβανίας.
Οι ρίζες της ύπαρξης του πάνε πολύ πιο πίσω στο χρόνο, 2000 χρόνια πριν (το πιάσατε, ε; το ‘2000’ του τίτλου έχει βαθύτερο νόημα…), όταν ήταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης και πρόδωσε το Χριστό για 30 αργύρια.
Κι έτσι εξηγείται η απέχθεια του βρικόλακα για κάθε τι χριστιανικό, για το ασήμι και το φως του ήλιου.
Σίγουρα είναι μια διαφορετική προσέγγιση που δεν έχουμε δει πριν, αλλά το πράγμα μάλλον πάει μέχρι εκεί.
Ωραία, είναι ο Ιούδας, πρόδωσε τον Ιησού, αλλά πέρα από το modus operandi και τα αδύνατα σημεία του δεν προσθέτει κάτι άλλο στην προσωπικότητα του.
Το origin του δεν έχει κάποιον άμεσο αντίκτυπο στη συμπεριφορά του, το χαρακτήρα του ή στο τι τον καθιστά αυτό που είναι.
Είναι ο Δράκουλας, διψάει για αίμα και κάπου βάλαμε και το origin.
Προσέξετε μόνο μην προδοθείτε κι εσείς από αυτόν, όπως ο Κύριος ημών…!
Willem Dafoe – Shadow of the Vampire (2000)
Αντί να μπει ο John Cusack στο μυαλό το John Malkovich, αυτή τη φορά ο John Malkovich μπαίνει στο μυαλό του Friedrich Wilhelm Murnau, του σκηνοθέτη του Nosferatu.
Μαζί του φέρνει τον πιο πρόσφατο ηθοποιό για να αναλάβει το ρόλο του Κόμη Orlok, τον… Willem Dafoe (αυτός έχει παίξει και το Χριστό και τον αντίχριστο -τον βλέπω να καίγεται στην κόλαση!)
Σε αυτήν την εκδοχή, όμως, δεν κάνουν ταινία τον Orlok, αλλά τα γυρίσματα της ταινίας για τον κόμη Orlok και κατά κάποιο τρόπο εξηγούν γιατί 92 χρόνια μετά ο Max Schreck παραμένει τόσο creepy!
Επειδή μιλάμε για μια ταινία μέσα σε μια ταινία, ο Dafoe είναι ίδιος ο Οrlok.
Ή, αν προτιμάτε, ο Dafoe είναι ίδιος ο Schreck.
Δεν ξέρεις αν γυρίστηκαν εκ νέου ίδιες σκηνές με αυτές του Nosferatu ή αν η παραγωγή ενέταξε τις αρχικές μέσα στην ταινία, σε κάθε περίπτωση, όμως, η υποκριτική δεινότητα του ηθοποιού είναι το ‘α’ και το ‘ω’ στην αποτύπωση του βρικόλακα.
Βρε, λέτε να ήταν στ’ αλήθεια βαμπίρ και να πεταχτεί από καμιά γωνία…;
Richard Roxburgh – Van Helsing (2004)
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να γίνει ο Hugh Jackman ένας action hero που να μην ταυτίζεται ντε και καλά με τον Wolverine, έγινε αυτό το monster mash -για το οποίο ακόμη απορώ πως στοίχισε $160 εκατομμύρια, όταν το CGI στοιχείο είναι επιεικώς και με το ζόρι μέτριο.
Εκεί όμως που χάνει η ταινία, κατά τη γνώμη, κερδίζει αλλού.
Μπορεί να μην τρελάθηκα με τον κεντρικό ήρωα, αλλά ο κόμης Δράκουλας -που εξυπηρετεί για μια ακόμη φορά το ρόλο του villain- ήταν για μένα η ευχάριστη κι ενδιαφέρουσα νότα της ταινίας.
Αν όλοι οι Δράκουλες έπαιζαν σε διαγωνισμό αγγλικών με ανατολική ευρωπαϊκή προφορά, ο Richard Roxburgh θα κέρδιζε και με διαφορά (σε βαθμό που να γίνεται και λίγο καρικατούρα).
Αλλά δεν είναι μόνο η τραβηγμένη προφορά και η ένταση με την οποία τονίζει σχεδόν όλα τα σύμφωνα στις λέξεις.
Το στυλ του, το πνευματώδες, παιχνιδιάρικο ύφος του, η κινησιολογία του και φυσικά το ότι είναι και αυτός fashion icon (με αυτά τα ρούχα περνάω μέχρι κι εγώ για κόμης κι ας μη διαθέτω πια κοτσίδα), τον καθιστούν έναν από τους πιο πετυχημένους του είδους.
Ίσως όχι πετυχημένο για κάτι κλασσικό και σκοτεινά ρομαντικό, όπως ο Oldman, αλλά για το όλο fantasy-horror-adventure μείγμα, ο Roxburgh γίνεται ένας πάρα πολύ καλός antagonist.
Dominic Purcell – Blade: Trinity (2004)
Λίγο καιρό αφότου εκδιώχθηκε από τη Βλαχία, ο κόμης Δράκουλας -ή Drake εν προκειμένω- ήρθε στην Αθήνα.
Μην έχοντας τι να κάνει για τα προς το ζην, άρχισε να δουλεύει ‘πόρτα’ σε νυχτερινά κέντρα, γι αυτό και είναι τόσο γυμνασμένος και μυώδης.
Το συνεχές νυχτερινό πρόγραμμα και το ωράριο των μαγαζιών τον έκανε θανάσιμα αδύναμο στο φως του ήλιου, ενώ τα αστραφτερά λαμέ ρούχα των τραγουδιστριών και των πελατών των κέντρων διασκέδασης του προκάλεσαν μια εξαιρετική αλλεργία στο ασήμι.
Αργότερα, συνέχισε κάνοντας την ίδια δουλειά, αλλά αντί για κέντρα διασκέδασης, επέλεξε να φυλάει κινηματογράφους, αρχίζοντας από την πρεμιέρα του Blade: Trinity.
Δυστυχώς, διατήρησε τις προαναφερθείσες παθογόνες αδυναμίες.
Επειδή, όμως, η δουλειά δεν είναι ντροπή, η ντροπή είναι εκείνου που δεν την κάνει σωστά και την εξευτελίζει, ο Drake απολύθηκε επειδή στεκόταν σαν αγγούρι μπροστά στην είσοδο του σινεμά, εμποδίζοντας τους θεατές να μπουν μέσα.
Thomas Kretschmann – Dracula 3D (2012)
ΟΚ, δεν είμαι ούτε στο ελάχιστο γνώστης των περί horror και splatter όπως ο Κωνσταντίνος, οπότε δε θέλω να προκαλέσω την κατακραυγή των fans του Dario Argento, αλλά -για όνομα- είδα τον κόμη να μεταμορφώνεται σε τεράστιο αλογάκι της Παναγίας;
Στην αρχή της Filmboy-ικής μου καριέρας είχα κάνει ένα κείμενο για τα άκυρα CGI μεγάλων και γνωστών ταινιών, αλλά βλέποντας αυτό θέλω να κάνω ένα facepalm σαν να μην υπάρχει αύριο.
Σίγουρα μιλάμε για μια low-budget παραγωγή, αλλά αυτό ξεπερνάει κάθε όριο.
Και ότι κάθισε δηλαδή ο Argento με τους συνεργάτες του και σκέφτηκαν «Σε τι θα μεταμορφώσουμε τον Δράκουλα; Σε νυχτερίδα; Όχι! Σε τέρας; Όχι! Θα τον κάνουμε μια υπερμεγέθη ακρίδα! Τέλεια!» Ακατανόητο…
Αλλά μάλλον δεν είναι το έντομο (ή τα υπόλοιπα ατυχώς CGI ζώα) το προβληματικό σημείο στο συγκεκριμένο πόνημα.
Αν μη τι άλλο τουλάχιστον, αυτός ο Δράκουλας μας σέρβιρε και λίγα… boobs!
Luke Evans – Dracula Untold (2014)
Και κλείνουμε με την αφορμή για όλη αυτή την ιστορική αναδρομή με τον τελευταίο ως τώρα ηθοποιό που ενσαρκώνει τον Dracula, τον Luke Evans.
Ακόμη μια διαφορετική προσέγγιση στον άρχοντα της νύχτας, ανατρέχοντας στην εποχή του ως Vlad ο Παλουκωτής και επαναπροσδιορίζοντας το origin του.
Αυτή τη φορά, ο Vlad δεν είναι ο κακός της υπόθεσης, αλλά ο αντι-ήρωας πρωταγωνιστής που, ενώ έχει πιο ανθρώπινο σκοπό (την προστασία της οικογένειας και του λαού του), αναγκάζεται να κάνει συμφωνία με το σκότος.
Αυτή του η πράξη τον κάνει βρικόλακα, με πολλές υπερφυσικές δυνάμεις, για να πολεμήσει τον πιο hipsterά σουλτάνο που πέρασε ποτέ από τον Οθωμανικό θρόνο.
Ο Luke Evans κάνει πολύ καλή δουλειά, αν όχι ως σκοτεινός πρίγκιπας, τουλάχιστον ως action-fantasy hero ή comic book hero, με τον τρόπο που παρουσιάζονται οι δυνάμεις του και η πορεία του από ευγενή μονάρχη σε παντοδύναμο πλάσμα της νύχτας.
Δεν έχει την πολυσύνθετη υπόσταση ή το αριστοκρατικό στοιχείο άλλων προκατόχων του, αντιθέτως είναι πιο απλουστευμένος και straightforward, ταυτίζεται όμως με το θεατή δίνοντας έμφαση στο σκεπτικό του που θα μπορούσαμε κι εμείς να φτάσουμε προκειμένου να προστατέψουμε ό,τι θεωρούμε πολύτιμο.
Μην ψάχνουμε Stoker-ικές απεικονίσεις.
Παρέα, μεζέδες και μπύρες κι ένα αρκετά καλό supernatural fantasy θέαμα.
Να υποθέσω ότι μετά τον hipster-ά Μωάμεθ, ο επόμενος κακός θα είναι ένας groovy/disco Σουλεϊμάν…;
Και αυτά από Καρπάθια μεριά!
Ελπίζω να ρουφήξατε… κάθε ‘σταγόνα’ ευχαρίστησης από το αφιέρωμα και να μη διστάσετε να σχολιάσετε ό,τι σας αρέσει!
Μη φοβάστε τα comments… δε δαγκώνουν!
Αργύρης Σταματόπουλος.