Ένα πρωταρχικής σημασίας ζήτημα στη μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου στη μεγάλη οθόνη είναι η αφηγηματική δομή.
Ειδικά για έναν σκηνοθέτη όπως ο David Fincher, που η αφήγηση του εδράζεται στην δεξιοτεχνική, καλά μελετημένη εκδίπλωση της δράσης.
Στην τελευταία του ταινία, ο David Fincher σκηνοθετεί το Gone Girl ,το best-seller της Gillian Flynn που διασκευάζει η ίδια.
Από το μυθιστόρημα κρατά τη βασική δομή της διπλής αφήγησης (τις δύο οπτικές γωνίες των πρωταγωνιστών) και τους συνεκτικούς δεσμούς της με το παρελθόν των ηρώων.
Μια ομολογουμένως έξυπνη φόρμα που διατηρεί το σασπένς, το μυστήριο και την ένταση σε ένα αδιάπτωτο επίπεδο ενδιαφέροντος.
Από την αναζήτηση της εξαφανισμένης συζύγου (Rosamund Pike, Jack Reacher) έως την ενοχοποίηση του άντρα της (Ben Affleck, To The Wonder), η δράση παρασύρεται σε ένα ατέλειωτο κυνήγι μαγισσών, σε μια μιντιακή παραζάλη όπου κανείς δεν είναι πραγματικά αυτός που είναι.
Οι υποψίες ανεβάζουν τα στοιχήματα και οι αποκαλύψεις μεγαλώνουν τις προσδοκίες.
Στη ζοφερή ατμόσφαιρα του αστυνομικού μυθιστορήματος ο Fincher προσθέτει εφυιώς αρκετές πινελιές σαρκασμού στηλιτεύοντας την υποκρισία, την ανθρώπινη ματαιοδοξία και την υποταγή στη δύναμη της εικόνας.
Η ζωή γίνεται σίριαλ, ένα κοινό ριάλιτι όπου το προσωπείο υπερισχύει της προσωπικότητας.
Ωστόσο, ο Fincher μοιάζει να θέλει να συμπεριλάβει στην ταινία του όλο το νοηματικό φορτίο που υπάρχει στο μυθιστόρημα.
Σε μια προσπάθεια να μην αφήσει τίποτα απ΄έξω επεκτείνεται και στα θέματα των σχέσεων, στην αιώνια αντιπαλότητα αρσενικού και θυληκού, στη σκοτεινή, σχεδόν ψυχωσική, φύση της γυναίκας, στον αυτοκαταστροφικό εγωκεντρισμό του άντρα...
Έτσι η αφηγηματική δομή της ταινίας γίνεται περίπλοκη, δύσκαμπτη, ένα βαρυφορτωμένο πλέγμα εννοιών που αδυνατεί να κινηθεί αβίαστα και να αναπνεύσει ελεύθερα.
Αντίθετα με το μυθιστόρημα που μπορεί να εγκολπώνει ατέλειωτους ψυχολογικούς και ιδεολογικούς κόσμους, η ταινία δε γίνεται παρά να ακολουθεί μια ξεκάθαρη δομή με συγκεκριμένους στόχους.
Ο Fincher, στο απώγειο της κινηματογραφικής του ωριμότητας, με πλήρη έλεγχο των αισθητικών του μέσων, προδίδεται από μια προβληματική διασκευή και πέφτει στην συνήθη παγίδα των νέων σκηνοθετών που με μια ταινία θέλουν να τα πουν όλα.
Και τελικά δε λένε τίποτα.
Από 2 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους.
Αντώνης Τολάκης.