Ο κινηματογράφος έχει αυτή την μαγική ικανότητα να μας ταξιδεύει χιλιόμετρα μακριά από την πραγματικότητα μας.
Να μας κάνει να νιώθουμε συμπάθεια για ένα ζευγάρι Νεοϋορκέζων που προσπαθεί να σώσει την σχέση του, αγωνιά για έναν πατέρα που προσπαθεί να εντοπίσει τον εξαφανισμένο του γιο στην περιοχή της Λουιζιάνα ή ακόμα και εμπάθεια για έναν αιμοσταγή δολοφόνο.
Ωστόσο, όσα κινηματογραφικά χιλιόμετρα και να διανύσουμε, πάντα θα διατηρούμε ένα μέτρο σύγκρισης, σχετικό με τις δικές μας εμπειρίες και ερεθίσματα.
Η οικουμενικότητα της εκάστοτε ιστορίας ή η ποιότητα της αφήγησης σίγουρα θα παίξουν σημαντικό ρόλο, όμως κάποιες ταινίες πάντοτε θα ξεπερνούν τα όρια της κοινωνικής μας πραγματικότητας.
Για αυτό το λόγο έξαλλου μας είναι δύσκολο να συνδεθούμε με χαρακτήρες όπως αυτός του Jordan Belfort από τον "Λύκο της Wall Street" ή την αντιπαθητική παρέα του "Bling Ring" και πιο εύκολο να βρούμε κοινά σημεία με τον θρυλικό Σαρλό του Charlie Chaplin εκατό χρόνια μετά την δημιουργία του.
Αν λάβουμε υπόψη τα προλεχθέντα, θα γίνει κατανοητό πως το να αντιπαθήσεις μια ταινία σαν το Riot Club, που ασχολείται με κακομαθημένα πλουσιόπαιδα αριστοκρατικής καταγωγής, είναι μια ενστικτώδης και δικαιολογημένη αντίδραση.
Ταυτόχρονα, εάν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε το όλο «βρετανικό posh» της υπόθεσης, όχι μόνο θα δούμε την ταινία από μια καθαρότερη σκοπιά αλλά θα μπορέσουμε να κάνουμε μια πιο ουσιώδη κριτική.
Ο Alistair (Sam Claflin, The Hunger Games: Catching Fire) και ο Miles (Max Irons, The Host) είναι δυο πρωτοετείς φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Μολονότι διαφέρουν αρκετά, και οι δυο γίνονται αποδεκτοί από την ελιτίστικη λέσχη Riot Club λόγω των αριστοκρατικών τους καταβολών.
Έχοντας την πεποίθηση ότι τα λεφτά μπορούν να αγοράσουν τα πάντα, τα μέλη της λέσχης θα ξεκινήσουν ένα ηδονιστικό ταξίδι που θα τους οδηγήσει σε μια τοπική pub.
Καθώς τα ποτά ρέουν, οι μάσκες θα ξεκινήσουν να πέφτουν και οι βρώμικοι χαρακτήρες των μελών θα αρχίσουν να διαφαίνονται.
Ο πράος Miles θα βρεθεί σε δύσκολη θέση ενώ ο Alistair γρήγορα θα προσαρμόσει τον κυνισμό του στις ανάγκες του Riot Club.
Διάφοροι δευτερεύοντες χαρακτήρες μικροαστικής προέλευσης, όπως η κοπέλα του Miles (Holiday Greinger, Great Expectations), ο ιδιοκτήτης της pub και μια πόρνη που δεν θα υποκύψει στα θελήματα της παρέας (Natalie Dormer, The Counselor), θα έρθουν αντιμέτωποι με τις τρομακτικές ακρότητες και το απαράμιλλο θράσος των προνομιούχων πρωταγωνιστών.
Όταν η νύχτα περάσει, όλοι θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Ευθύνες που το χρήμα, ίσως και να μπορεί να αγοράσει.
Βασισμένο στο θεατρικό έργο "Posh" της σεναριογράφου Laura Wade, το Riot Club είναι ένα δράμα χαρακτήρων με προεκτάσεις που θυμίζουν exploitation θρίλερ.
Γνήσια Βρετανικό, απομακρύνει τον εαυτό του από νεανικές ταινίες όπως το Cruel Intentions ή σειρές για νεόπλουτους όπως το Gossip Girl.
Ο ελιτισμός του δεν αφορά μονάχα το χρήμα αλλά την αριστοκρατία, τις αρρωστημένες παραδόσεις της και την κοσμοθεωρία που χαρακτηρίζει αυτούς τους λίγους ανθρώπους που έχουν την ψευδαίσθηση ότι τους ανήκουν τα πάντα.
Αυτή είναι και η βασική του διαφορά από παρόμοιες ταινίες του είδους.
Ότι δηλαδή δεν περιγράφει απλά τον μικρόκοσμο κάποιων κακομαθημένων πλουσιόπαιδων.
Αντίθετα, επιβεβαιώνει μια εντύπωση που πολλοί έχουν στο μυαλό τους.
Πως η ελίτ που διοικεί αυτό το πολιτικοοικονομικό σύστημα δεν έχει καμιά σχέση με τον κοινό άνθρωπο.
Πως αυτά τα άτομα γεννιούνται μέσα στο χρήμα και την δύναμη και σταδιακά αναπτύσσουν έναν κοινωνικό αυτισμό μέχρι που τελικά αποκόβονται συναισθηματικά από οτιδήποτε και οποιονδήποτε δεν ταιριάζει στην τάξη τους.
Αν και ως κινηματογραφικό έργο ξεκινάει με γρήγορους ρυθμούς και σε βάζει άμεσα στο κλίμα της Οξφόρδης και την νοοτροπία της παρέας, οι θεατρικές καταβολές του The Riot Club δεν κρύβονται.
Γυρισμένο σε εσωτερικούς χώρους και με στατικές κάμερες, αφήνεται στην δύναμη των διαλόγων και τις ερμηνευτικές ικανότητες των πρωταγωνιστών ενώ λίγες φορές υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι και η σκηνοθεσία είναι μια αφηγηματική τέχνη από μόνη της.
Ως ιστορία δεν νομίζω ότι θα σε ταράξει ιδιαίτερα, παρά μόνο θα σε φέρει σε άβολη θέση.
Μια άβολη θέση που μάλιστα δεν θα εκμεταλλευτεί ποτέ για να κάνει κάποιο σχόλιο ή να τονίσει τις σκοτεινές πτυχές του θέματος που πραγματεύεται.
Αντίθετα, με το anticlimactic τρίτο μέρος του θα σε απομακρύνει από τον πυρήνα του προβληματισμού του και θα σε μεταφέρει σε ένα όργιο ανούσιων συζητήσεων, ρατσισμού και σεξισμού.
Έτσι, όταν συνηθίσεις το dark χιούμορ του και την υπερβολή των χαρακτήρων που το απαρτίζουν, θα βρεθείς κουρασμένος, μπροστά σε ένα άχαρο θέαμα.
Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να μην παραδεχτείς πως το cast του Riot Club είναι ό,τι καλύτερο έχεις δει εδώ και καιρό.
Είναι σαν να βλέπεις την Εθνική ομάδα νέων της Αγγλίας να συνεργάζεται για πρώτη φορά.
Μιλάμε για μια ολόκληρη γενιά νέων ηθοποιών που με χαρακτηριστική άνεση διαχειρίζεται δύσκολους ρόλους και που υπόσχεται πολλά περισσότερα για το μέλλον του Βρετανικού κινηματογράφου.
Συμπερασματικά, το Riot Club της Lone Scherfig είναι μια φιλόδοξη μα άνιση ταινία που δεν καταφέρνει να κάνει την υπέρβαση σε κανένα σημείο της πoρείας της.
Προσπαθεί να σε ταράξει χωρίς να σε αφυπνίσει, επιδιώκει να σε σοκάρει χωρίς να έχει κάτι ουσιαστικό να πει και εν τέλει καταλήγει να γίνεται φλύαρη.
Ωστόσο, αν είχε προσέξει περισσότερο τον τρόπο που ακροβατεί ανάμεσα σε κινηματογραφικό έργο και θεατρική μεταφορά, θα είχαμε να κάνουμε με μια τελείως διαφορετική και πολύ πιο ενδιαφέρουσα ταινία.
Από 23 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους.
Γιώργος Καραμάνος.