Από την πρώτη ομιλούσα ταινία (The Jazz Singer) το 1927, λίγο αργότερα την πρώτη έγχρωμη ταινία (Becky Sharp) το 1935 και για τα επόμενα σχεδόν 50 χρόνια, το σινεμά ακολουθούσε και εφάρμοζε την ίδια τεχνική "συνταγή".
Η σαρωτική αλλαγή –από πλευράς τεχνολογίας- έγινε κυρίως τις τελευταίες τρείς δεκαετίες και κάπως έτσι φτάσαμε στο σημείο, εν έτη 2014, η τεχνολογία να προσφέρει σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες στο σινεμά.
Από την κατασκευή μιας ταινίας εξ ολοκλήρου με ψηφιακά μέσα, στην εμπειρία του 3D και του ήχου Dolby Digital 5.1, μέχρι την ανάλυση, την επεξεργασία και τα φίλτρα - ψηφιακά και μη- που μπορούν να δώσουν στην εικόνα ασύλληπτα υψηλή ευκρίνεια, οποιαδήποτε χρωματική παλέτα και απόχρωση και να δημιουργήσουν οποιαδήποτε ατμόσφαιρα.
Για μια τέτοια αλλαγή που είναι όμως η λιγότερο ψηφιακή θα μιλήσουμε σήμερα:
το χρώμα και το ασπρόμαυρο.
Για την δική μου γενιά (του 80') και για όσους γεννήθηκαν αργότερα, οι ταινίες έμοιαζαν και μοιάζουν να είναι δεδομένα και εκ των προτέρων έγχρωμες.
To ασπρόμαυρο είναι παλιομοδίτικο "μυρίζει ναφθαλίνη" παραπέμπει σε μια άλλη "αρχαία" εποχή του σινεμά και νομίζω ότι για πολύ κόσμο σήμερα μπορεί να αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για να αποφασίσει να δει μια ταινία.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η Ida του Παβλικόφκσι, για την οποία άκουσα από αρκετούς γνωστούς και συγγενείς (χωρίς αυτό βέβαια να αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα) ότι τους χαλάει να δούνε ασπρόμαυρη ταινία στο σινεμά.
Κάποτε το ασπρόμαυρο ήταν η μόνη οδός, ακόμα και όταν το Kodachrome έκανε την εμφάνισή του δεν αποτελούσε την πρώτη επιλογή επειδή ήταν οικονομικά ασύμφορο και ενείχε πάντα τον κίνδυνο να δώσει ένα πολύ τεχνητό και ψεύτικο χρωματικό αποτέλεσμα.
Εύλογα λοιπόν θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί σήμερα, γιατί να επιλέξει ένας σκηνοθέτης το ασπρόμαυρο έναντι του έγχρωμου, το 2014;
Πριν προσπαθήσω να παραθέσω κάποιους λόγους γι’ αυτό, ας θυμηθούμε λίγες ταινίες που γυρίστηκαν σε ασπρόμαυρο από το 1980 και έπειτα, όπως:
- Raging Bull (1980) του Μάρτιν Σκορτσέζε
- Ο άνθρωπος ελέφαντας (1980) του Ντέιβιντ Λιντς
- Τα φτερά του έρωτα (1987), του Βιμ Βέντερς
- Europa (1991), του Λάρς φονΤρίερ
- Η Λιστα του Σίντλερ (1993), του Στίβεν Σπίλμπεργκ
- Εd Wood (1994), του Τίμ Μπάρτον
- Dead Man (1995), του Τζιμ Τζάρμους
- Following (1998), το ντεμπούτο του Κρίστοφερ Νόλαν
- Πι (1998), του Ντάρεν Αρονόφσκι
Και πάμε σε λίγες σκέψεις:
1. Ο κόσμος γύρω μας είναι έγχρωμος και γι αυτό το ασπρόμαυρο βρίσκεται ήδη ένα βήμα πιο μακριά από την πραγματικότητα.
Αυτό δεν είναι απαραίτητα μειονέκτημα (όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως) γιατί προσφέρει δύο πράγματα:
Πρώτον, το χρώμα δεν αποσπάει την προσοχή μας και έτσι μπορούμε να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στην ιστορία και τους χαρακτήρες.
Δεύτερον, μας επιτρέπει να προσέξουμε στιλιστικά στοιχεία της ταινίας, τα οποία θα επισκιάζονταν από την παρουσία έντονων και φωτεινών χρωμάτων.
Οι γραμμές τις προοπτικής στους τοίχους, η φιγούρα του άντρα που στέκεται στο φως σαν να διαχωρίζεται από τον υπόλοιπο κόσμο και η σκιά του που έχει «φυλακιστεί» ανάμεσα στις γραμμές-κάγκελα στο δάπεδο αναδεικνύονται χάρη στην χρήση του ασπρόμαυρου.
Η ίδια σκηνή σε έγχρωμο δεν θα μας επέτρεπε να προσέξουμε τόσο πολύ την σύνθεση του συγκεκριμένου πλάνου και να συνδέσουμε το συμβολικό του πράγματος με τον μονόλογο του δικηγόρου στην σκηνή αυτή (Ο άνθρωπος που δεν ήταν εκεί, 2001 αδερφοί Κοέν)
2. Ο σκηνοθέτης και ο φωτογράφος έχουν να δουλέψουν με μία μόνο παλέτα: εκείνη που αποτελείται από τα δύο βασικά χρώματα (ή μη-χρώματα), το λευκό και το μαύρο και όλες τις αποχρώσεις του γκρι μεταξύ τους.
Αυτό προσφέρει επίσης δύο πράγματα: πρώτον, την δυνατότητα να κατευθύνεις το βλέμμα και την προσοχή του θεατή σε αυτό που θες, όχι με βάση το χρώμα αλλά το φως, το κοντράστ και τις φωτοσκιάσεις.
Δεύτερον, να αναδείξεις σχήματα, αναλογίες, όγκους και μοτίβα που είναι ευκολότερο να τα εντοπίσει και να τα συνδέσει κανείς σε ασπρόμαυρο (μιας και το χρώμα απουσιάζει και δεν "φωνάζει" απαιτώντας την προσοχή μας).
Αυτός είναι ο λόγος που κάποιες εικόνες μοιάζουν πολύ πιο "πειστικές" σε ασπρόμαυρο.
Η απόλυτα συμμετρικά καδραρισμένη εικόνα οδηγεί το βλέμμα μας από το πρώτο επίπεδο προς το βάθος του χώρου, ακολουθώντας τις γραμμές της προοπτικής.
Την ίδια στιγμή, τα σχήματα και η θέση των θάμνων, των αγαλμάτων και των ανθρώπινων φιγούρων συνδυάζονται μεταξύ τους σε ασπρόμαυρα μοτίβα χωρίς να αποσπάται η προσοχή μας από το χρώμα.
Προσέξτε επίσης την έντονη και «παράξενη» σκιά που έχουν μόνο τα ανθρώπινα σώματα, αλλά απουσιάζει από κάθε άλλο αντικείμενο στον χώρο. (Πέρυσι στο Μάριενμπαντ, 1961 Αλέν Ρενέ).
3. Το ασπρόμαυρο, αν το καλοσκεφτούμε, αναδίδει μια χροιά νοσταλγίας και ρετρό, προσδίδει στην εικόνα την αίσθηση του παλιού, την αίσθηση του χρόνου ή και την αίσθηση ότι αυτό που βλέπουμε είναι κάτι κλασσικό και διαχρονικό, εκτός χρόνου.
Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να το πετύχει κανείς με το χρώμα.
4. Πέρα από τα τεχνικά πλεονεκτήματα, νομίζω ότι το ασπρόμαυρο έχει κάτι αινιγματικό, μυστηριακό, δελεαστικό, λίγο απειλητικό, λίγο γοητευτικό.
Το αισθανόμαστε με ιδιαίτερο τρόπο και αυτό μπορεί να το κάνει ιδιαίτερα στοχαστικό, ατμοσφαιρικό και φιλοσοφικό.
Οι πολύ έντονες και κοφτές φωτοσκιάσεις προσδίδουν δραματική όψη στην σκηνή, ενώ το φως οδηγεί το βλέμμα μας από την μορφή του Κέην στο αριστερό μέρος προς εκείνη του φίλου του Λήλαντ στα δεξιά και έπειτα εκσφενδονίζεται μέχρι το βάθος του χώρου, στην φωτεινή πόρτα όπου στέκεται η μυστηριώδης τρίτη φιγούρα.
Τίποτα από αυτά δεν θα γινόταν αν υπήρχαν χρώματα. (Πολίτης Κέην, 1941, Όρσον Γουέλς)
5. Το ασπρόμαυρο είναι κατά κάποιον τρόπο πιο αρχέγονο, είναι οι δύο ποιότητες του σκότους και του φωτός.
Του καλού και του κακού αν θέλετε (γιατί όχι; Σας φαίνεται υπερβολικό; Δείτε την παρακάτω εικόνα).
Στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας Experiment in Terror (1962) του Blake Edwards, ο άντρας εκφοβίζει και εκβιάζει τη γυναίκα απειλώντας την ότι θα την σκοτώσει.
Πόση δύναμη και ένταση δίνει σε αυτή τη σκηνή το ασπρόμαυρο!
Ο άντρας τυλιγμένος στο σκοτάδι διατηρεί την ανωνυμία του, το πρόσωπό του παραμένει άγνωστο σε εμάς και στην πρωταγωνίστρια, η φωνή του είναι το μόνο που ακούμε και δημιουργεί μια ταυτόχρονη αίσθηση μυστηρίου, απειλής και φόβου.
Η προσοχή μας στρέφεται στην τρομοκρατημένη έκφραση του προσώπου της γυναίκας με τον τρόπο που φωτίζεται και την ίδια στιγμή υπάρχει μπροστά μας η διαλεκτική σχέση του φωτός με το σκοτάδι, του καλού με το κακό.
Και αν πιστεύετε ότι η λίστα με τις ασπρόμαυρες ταινίες σταμάτα το 2000, κάνετε λάθος.
Ιδού μερικές ακόμα:
- Ο Άνθρωπος που δεν ήταν εκεί (2001), των αδερφών Κοέν
- Καφές και τσιγάρα (2003), του Τζιμ Τζάρμους
- Καληνύχτα και καλή τύχη (2005), του Τζόρτζ Κλούνεϊ
- Λευκή κορδέλα (2009), του Μίκαελ Χάνεκε
- Τέτρο (2009), του Μάρτιν Σκορτσέζε
- The Artist (2011), του Μισέλ Χαζαναβίσιους
- Νεμπράσκα (2013), του Αλεξάντερ Πέιν
- Ida (2013), του Πάβελ Παβλικόφκσι
Γιώργος Παυλίδης.