Ο Roy Αnderson επιστρέφει με ένα μεταφυσικό μπουρλέσκ με λίγες αλλά δυναμικές μεγαλειώδεις στιγμές.
Ο εκκεντρικός Σουηδός σκηνοθέτης αποδίδει μια εξαιρετικά διακεκριμένη ταινία που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει.
Δύο πωλητές επισκέπτονται την πόλη του Γκέτεμποργκ, σέρνοντας μια βαλίτσα των δειγμάτων από τη μια πόρτα στην άλλη.
Ο Jonathan (Holger Andersson) και ο Sam (Nisse Vestblom) κάνουν εμπόριο με είδη νεωτερισμού (αποκριάτικα κατασκευάσματα).
Θέλουν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να διασκεδάσουν όπως ισχυρίζονται με το πιο σοβαρό και πονεμένο ύφος που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν.
Είναι μια ταινία που παίρνει τη σκυτάλη από τις προηγούμενες ταινίες του, Songs from the Second Floor και Du levande και παραδίδει το μέρος αυτό ως τελικό μιας τριλογίας για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Το περιστέρι ως πένθιμη χαρά.
Μια ταινία που περιέχει τα πλήθη φτιαγμένη για τα πλήθη.
Μια ταινία που της δίνεις νόημα όπως δίνεις και στη προσωπική σου ζωή καθημερινά.
Ένα συνονθύλευμα από εικόνες, μια καφετέρια και η χωλότητα της, η εκστρατεία του Καρόλου ΧΙΙ ενάντια στους Ρώσους, ο ύμνος της Δημοκρατίας παίζει ως ρεφρέν και ακόμη και ο βασιλιάς δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την τουαλέτα του καφέ γιατί είναι κατειλημμένη.
Η ειρωνεία κραυγάζει από παντού με αργούς ρυθμούς.
Μέσα από χρωματιστά φίλτρα και ένα παραμύθι χλωμό που κολυμπά σε μια απόκοσμη λάμψη σαν να βλέπεις ένα δράμα μέσα από ενυδρείο.
Οι πρωταγωνιστές όντας στατικοί, παρασέρνονται μέσω μιας τρεχάμενης ηρεμίας.
Οι δυο μας πωλητές αναζητούν συντεταγμένες ενός καταστήματος ματαίως ψάχνοντας τον δρόμο τους.
Μας αφήνει χαμένους σαν και αυτούς σε ένα χρόνο που βαδίζει, συνεχώς κυλάει.
Στο φως της ημέρας έπειτα από την προβολή αυτής της ταινίας φανερώθηκα κάπως κλονισμένη.
Όπως με κάθε ταινία του σκηνοθέτη άλλωστε…
Τι τολμηρή και γοητευτική είναι η ζωή.
Αταξινόμητη όπως ο Andersson.
Βλέπει την ζωή ως κωμωδία και την αισθάνεται ως τραγωδία.
Είναι έτοιμος να παλέψει αυτές τις αντιφατικές παρορμήσεις σε ένα πανέμορφο ανέκφραστο αδιέξοδο.
Από 13 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους.
Γιωργία Ξανθάκου.