O Δανός σκηνοθέτης Τhomas Vinterberg του εξαιρετικού The Hunt, επιστρέφει μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη το κλασικό βιβλίο του Thomas Hardy.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ίσως που αντιμετωπίζουν οι σκηνοθέτες που μεταφέρουν κλασικά μυθιστορήματα όπως το Far from the Madding Crowd, με πασίγνωστη πλοκή και που έχουν ήδη μεταφερθεί κι άλλες φορές στον κινηματογράφο - και μάλιστα πετυχημένα - (αναφέρομαι στη βερσιόν του 1967 σε σκηνοθεσία του John Schlesinger), είναι πως φαντάζει σχεδόν αδύνατον να εκπλήξουν.
Τι να κάνεις, να αλλάξεις το φινάλε ή να προσθαφαιρέσεις κάτι ουσιώδες από την πλοκή;
Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να σε πάρουν με τις πέτρες.
Οπότε το καλύτερο που έχεις να κάνεις, είναι να φτιάξεις μια φροντισμένη παραγωγή με καλές ερμηνείες, πατώντας στη σιγουριά του κλασικού πρωτότυπου κειμένου.
Και αυτό ακριβώς κάνει ο Vinterberg, ο οποίος πέρα από το γεγονός ότι είναι πάρα πολύ καλός σκηνοθέτης έτσι κι αλλιώς, έχει εδώ την τύχη η μόνιμη σχεδόν συνεργάτης του στη φωτογραφία Charlotte Bruus Christensen, να πιάνει μεγάλη απόδοση και να κάνει θαύματα στην κινηματογράφηση της αγγλικής υπαίθρου.
Ούτε οι ηθοποιοί πάνε πίσω, αλλά ας πούμε δυο λόγια για το στόρυ και τα λέμε και για αυτούς.
Στην Αγγλία λοιπόν του 1870 η νεαρή και ιδιαίτερα δυναμική και ανεξάρτητη Bathsheba Everdene (Carey Mulligan, Inside Llewyn Davis), κληρονομεί τη φάρμα του θείου της κι έτσι βρίσκεται να είναι κάτοχος μιας σημαντικής περιουσίας.
Ταυτόχρονα πολιορκείται από έναν νεαρό βοσκό (Matthias Shoenaerts, The Drop) που έχει στη δούλεψή της, καθώς και από πλούσιο μεγαλύτερης ηλικίας εργένη, ιδιοκτήτη γειτονικής φάρμας (Micheal Sheen, Kill the Messenger).
Απορρίπτει και τους δύο καθώς δεν βρίσκει επ΄ουδενί το λόγο να παντρευτεί.
Όταν όμως αποφασίζει να κάνει τη μεγάλη κίνηση, κάνει αυτήν που αποδεικνύεται η χειρότερη δυνατή επιλογή.
Παντρεύεται λοιπόν κάπως βιαστικά και απρόσμενα είναι η αλήθεια, έναν στρατιώτη (Tom Sturridge, On the Road) από τον οποίο περισσότερο γοητεύεται παρά ερωτεύεται πραγματικά (ναι, φυσικά υπάρχει η κλασική ξιφομαχία του στρατιώτη Troy προς την Bathsheba).
Όπως όμως εύκολα γίνεται αντιληπτό από την πρώτη κιόλας νύχτα του εγγάμου βίου τους, ο γάμος αυτός δεν έχει την κατάλληλη χημεία.
Η περίπλοκη σχέση της Bathsheba με το βοσκό Gabriel Oak, σκιαγραφείται επακριβώς και σε βάθος.
Η Mulligan και ο Shoenaerts είναι σε πρώτο πλάνο, πρωταγωνιστές του δράματος, πετυχαίνοντας δύο εξαίρετες ερμηνείες.
Η δε Mulligan είναι απίθανη στα κοντινά πλάνα, τα οποία ο Vinterberg της χαρίζει απλόχερα.
Καταφέρνει και σηκώνει όλο το βάρος της ηρωίδας στους ώμους της, η οποία ώρες-ώρες με τις αποφάσεις που παίρνει μπορεί να γίνει ακόμα και αντιπαθής.
Είναι όμως τόσο καλή που το αποφεύγει αυτό.
Καμία έκπληξη εάν μπει στην πεντάδα των Όσκαρ αφού αφενός δίνει ερμηνεία επιπέδου (και σε ρόλο που τραβάει), αφετέρου δεν υπάρχουν τα τελευταία χρόνια και τίποτα σπουδαίοι πρωταγωνιστικοί γυναικείοι ρόλοι.
Ενώ όμως ως προς αυτό το κομμάτι η ταινία παίρνει άριστα δέκα, σε ό,τι έχει να κάνει με την περιγραφή των σχέσεων της Bathsheba με τους άλλους δύο άνδρες της ζωής της δεν τα πάει εξίσου καλά.
Ασφαλώς είναι δύσκολο να χωρέσεις σε μια ταινία όσα περιγράφονται σε σελίδες επί σελίδων σε ένα βιβλίο, όταν όμως είσαι τόσο ταλαντούχος σκηνοθέτης και έχεις φτιάξει μια ταινία διάρκειας 120 λεπτών (όχι και λίγων) θα ήθελα κάτι πιο ολοκληρωμένο.
Όχι δηλαδή ότι συντελείται κάποιο έγκλημα, αλλά ο εργένης William Boldwood και ο στρατιώτης Frank Troy παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή της όμορφης Bathsheba, χωρίς αυτός να εμβαθύνεται επαρκώς.
Δεν είναι τέλεια η εκδοχή του «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» δια χειρός Thomas Vinterberg.
Eίναι όμως μια έντιμη και ιδιαίτερα προσεγμένη μεταφορά που δεν θα απογοητεύσει κανέναν που θα διαλέξει να τη δει (με το ρυθμό βέβαια που βγαίνουν οι ταινίες κάθε εβδομάδα αναρωτιέμαι πόσοι θα είναι αυτοί, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα).
Από 25 Ιουνίου στους κινηματογράφους.
Νίκος Παλάτος.