Ο Mακμπέθ, ένας Θάνης της μεσαιωνικής Σκωτίας, μαθαίνει από την προφητεία τριών μαγισσών, πως θα γίνει ο επόμενος βασιλιάς της χώρας.
Οι παροτρύνσεις της συζύγου του και οι δικοί του κρυφοί πόθοι, τον οδηγούν σε βίαιες ραδιουργίες με σκοπό την άνοδό του στο θρόνο.
Οι ήρωες της ιστορίας εισβάλουν σε έναν αέναο κύκλο βίας,
που ξεκινά με τη δολοφονία του βασιλιά Ντάνκαν (David Thewlis, The Theory of Everything).
Δολοπλοκίες, προδοσίες, φόνοι, μάχες, ψεύδη, αμείλικτες φιλοδοξίες και οι συνέπειές τους, συνθέτουν το μωσαϊκό της κλασσικής τραγωδίας του Shakespeare, γραμμένης κάπου στις αρχές του 17ου αιώνα [1603-1606] (η ακριβής χρονολόγηση του έργου δεν είναι δυνατή).
Δολοπλοκίες, προδοσίες, φόνοι, μάχες, ψεύδη, αμείλικτες φιλοδοξίες και οι συνέπειές τους, συνθέτουν το μωσαϊκό της κλασσικής τραγωδίας του Shakespeare, γραμμένης κάπου στις αρχές του 17ου αιώνα [1603-1606] (η ακριβής χρονολόγηση του έργου δεν είναι δυνατή).
Στο παρελθόν έχουν υπάρξει αναρίθμητες διασκευές, προσαρμογές
και εκδοχές του έργου στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, με εκείνες των Orson Welles (1948) και Polanski (1971) να ξεχωρίζουν.
Ο Αυστραλός σκηνοθέτης Justin Kurzel (του πολυβραβευμένου
Snowtown) παρουσιάζει, λοιπόν, άλλη μία αναπαράσταση της ιστορίας του τραγικού
ήρωα.
Αυτή τη φορά η βία κάνει ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία της στις εικόνες (σε αντίθεση με τη συνήθεια του σαιξπηρικού θεάτρου οι σκηνές βίας και οι σκοτωμοί να γίνονται εκτός σκηνής).
Προσδίδεται στο ύφος της ταινίας ένα χαρακτήρας έντονα gore, που ενίοτε ξεφεύγει από τα όρια της ουσίας, όσο κι αν μιλάμε για μία εποχή σκληρή.
Αν δηλαδή ο Polanski στην εποχή του είχε κατηγορηθεί για έναν «γραφικά βίαιο» Μακμπέθ, τότε στον Kurzel θα καταλογιστεί ένας splatter Μακμπέθ;!
Η μπόλικη χρήση του slow motion και των κοντινών πλάνων στις εντυπωσιακές σκηνές μάχης δεν είναι πάντα ξεκάθαρα του στόχου τους.
Από τη μία υπάρχει μία γενικότερη νατουραλιστική προσέγγιση του μύθου, από την άλλη μπαίνει έντονα και το λυρικό στοιχείο, χωρίς να διατηρείται όμως μία ισορροπία και δίνεται και υπερβολικά πολύς αργός χρόνος στους πίδακες αίματος που ξεχύνονται.
Αυτή τη φορά η βία κάνει ιδιαιτέρως αισθητή την παρουσία της στις εικόνες (σε αντίθεση με τη συνήθεια του σαιξπηρικού θεάτρου οι σκηνές βίας και οι σκοτωμοί να γίνονται εκτός σκηνής).
Προσδίδεται στο ύφος της ταινίας ένα χαρακτήρας έντονα gore, που ενίοτε ξεφεύγει από τα όρια της ουσίας, όσο κι αν μιλάμε για μία εποχή σκληρή.
Αν δηλαδή ο Polanski στην εποχή του είχε κατηγορηθεί για έναν «γραφικά βίαιο» Μακμπέθ, τότε στον Kurzel θα καταλογιστεί ένας splatter Μακμπέθ;!
Η μπόλικη χρήση του slow motion και των κοντινών πλάνων στις εντυπωσιακές σκηνές μάχης δεν είναι πάντα ξεκάθαρα του στόχου τους.
Από τη μία υπάρχει μία γενικότερη νατουραλιστική προσέγγιση του μύθου, από την άλλη μπαίνει έντονα και το λυρικό στοιχείο, χωρίς να διατηρείται όμως μία ισορροπία και δίνεται και υπερβολικά πολύς αργός χρόνος στους πίδακες αίματος που ξεχύνονται.
Η φωτογραφία, η δύναμη των εικόνων, η αξιοποίηση σκιάς και
φωτός, τα κάδρα και γενικότερα τα πλαναρίσματα της ταινίας είναι εξαιρετικά.
Η συνεργασία του διευθυντή φωτογραφίας Adam Arkapaw (True Detective, Animal Kingdom) με τον Kurzel προσφέρει σπάνιες συνθέσεις, που φανερώνουν δύο θαυμαστούς εικονοπλάστες.
Φαίνεται, όμως, από το τελικό αποτέλεσμα, πως έχει δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην επιμέλεια του καθαρά εικαστικού κομματιού της ταινίας, με συνέπεια να λειτουργεί αυτό εις βάρος του όχι και τόσο δουλεμένου ρυθμού, της δραματουργίας και των αποδόσεων των ηθοποιών.
Η συνεργασία του διευθυντή φωτογραφίας Adam Arkapaw (True Detective, Animal Kingdom) με τον Kurzel προσφέρει σπάνιες συνθέσεις, που φανερώνουν δύο θαυμαστούς εικονοπλάστες.
Φαίνεται, όμως, από το τελικό αποτέλεσμα, πως έχει δοθεί ιδιαίτερο βάρος στην επιμέλεια του καθαρά εικαστικού κομματιού της ταινίας, με συνέπεια να λειτουργεί αυτό εις βάρος του όχι και τόσο δουλεμένου ρυθμού, της δραματουργίας και των αποδόσεων των ηθοποιών.
Οι προσδοκίες που μάς γεννούν τα στιβαρά ονόματα του
καστ, μένουν σε μεγάλο βαθμό ανικανοποίητες.
O Fassbender (Slow West) στον πρωταγωνιστικό ρόλο μοιάζει να αποδίδει (πιθανόν κατόπιν σκηνοθετικής γραμμής) επιφανειακά, χωρίς να έχει καμία εσωτερική φλόγα και καμία ενέργεια που να εξωτερικεύεται και να «ηλεκτρίζει» τις σκηνές του.
Ένας τόσο αβανταδόρικος ρόλος μένει σε ρηχά νερά.
Δεν υπάρχει στιγμή, που να εκπλήσσει το θεατή με κάτι καινούριο, ούτε καταφέρνει να κυριεύσει τις συνειδήσεις μας ως Μακμπέθ με το βάθος, το κύρος και το εύρος του κλασσικού αυτού χαρακτήρα.
Ενώ οι ψυχολογικές του μεταπτώσεις δεν είναι πάντα ευδιάκριτες και κατανοητές σε όποιον, δεν έχει προηγουμένως έρθει σε επαφή με το έργο.
Επίσης, η -πάντα έξοχη- Cotillard (The Dark Night Rises) μοιάζει να βρίσκεται κι εκείνη έξω από τα νερά της.
Μολονότι καταφέρνει να γίνει πιο επιβλητική με την ερμηνεία της (σε σύγκριση με τον Fassbender) και να ξεχωρίσει κάπως περισσότερο η Λαίδη της, μένει σχετικά αβοήθητη κι από τη σκηνοθεσία.
Σε αντίθεση με τους δύο πρωταγωνιστές, στους σύντομους (μα σημαντικούς) ρόλους τους οι Elizabeth Debicki (Everest) και Sean Harris (Mission Impossible: Rogue Nation), ως Λαίδη Μακντάφ και Μακντάφ αντίστοιχα κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
O Fassbender (Slow West) στον πρωταγωνιστικό ρόλο μοιάζει να αποδίδει (πιθανόν κατόπιν σκηνοθετικής γραμμής) επιφανειακά, χωρίς να έχει καμία εσωτερική φλόγα και καμία ενέργεια που να εξωτερικεύεται και να «ηλεκτρίζει» τις σκηνές του.
Ένας τόσο αβανταδόρικος ρόλος μένει σε ρηχά νερά.
Δεν υπάρχει στιγμή, που να εκπλήσσει το θεατή με κάτι καινούριο, ούτε καταφέρνει να κυριεύσει τις συνειδήσεις μας ως Μακμπέθ με το βάθος, το κύρος και το εύρος του κλασσικού αυτού χαρακτήρα.
Ενώ οι ψυχολογικές του μεταπτώσεις δεν είναι πάντα ευδιάκριτες και κατανοητές σε όποιον, δεν έχει προηγουμένως έρθει σε επαφή με το έργο.
Επίσης, η -πάντα έξοχη- Cotillard (The Dark Night Rises) μοιάζει να βρίσκεται κι εκείνη έξω από τα νερά της.
Μολονότι καταφέρνει να γίνει πιο επιβλητική με την ερμηνεία της (σε σύγκριση με τον Fassbender) και να ξεχωρίσει κάπως περισσότερο η Λαίδη της, μένει σχετικά αβοήθητη κι από τη σκηνοθεσία.
Σε αντίθεση με τους δύο πρωταγωνιστές, στους σύντομους (μα σημαντικούς) ρόλους τους οι Elizabeth Debicki (Everest) και Sean Harris (Mission Impossible: Rogue Nation), ως Λαίδη Μακντάφ και Μακντάφ αντίστοιχα κεντρίζουν το ενδιαφέρον.
Εν ολίγοις, η όλη προσέγγιση προσπαθεί να γειώσει τον
αυθεντικό χαρακτήρα του έργου (οι μάγισσες αποδίδονται σχεδόν ως απλώς ζητιάνες,
ενώ τα οράματα και οι σκηνές τρέλας σχεδόν εξαλείφονται) και να δώσει
ρεαλιστική και νατουραλιστική χροιά.
Το ίδιο έχει περάσει και στην εκφορά του λόγου, στην όλη υποκριτική γραμμή, στα κοστούμια και στα σκηνικά.
Σίγουρα αυτή η επιλογή κάνει πιο «σημερινή» την ταινία και πιο προσβάσιμη στο ευρύτερο και μη θεατρόφιλο κοινό, από την άλλη όμως αφαιρεί πολλά από τα πρωτότυπα συστατικά και την γενικότερη αίσθηση του σπουδαίου αυτού έργου, ισορροπεί αναποφάσιστα ανάμεσα στο εντυπωσιακά κινηματογραφημένο θέατρο σε φυσικούς χώρους και στο καθαρό σινεμά, στον ακαδημαϊσμό και στην καινοτομία.
Ο ρυθμός με τον οποίο προχωρά η ταινία είναι μονότονος και αργόσυρτος.
Ναι μεν δημιουργείται μία υποβλητική ατμόσφαιρα, αλλά όταν εξελίσσεται η ιστορία του Μακμπέθ γεμάτη ίντριγκες και συγκρούσεις πάνω σε ένα εξαιρετικό κείμενο και διάσπαρτα στην αίθουσα ακούγονται χασμουρητά….τότε «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανημαρκίας» (όπως θα έλεγε και ο Μάρκελλος από τον «Άμλετ»).
Γι'αυτούς τους λόγους διαφωνώ στα σημεία με την κριτική της Χριστίνας.
Όπως και να ‘χει πάντως πρόκειται για μία αξιοσημείωτη δουλειά, που σέβεται την αρχική ιστορία, φέρνοντας παράλληλα και τις δικές της ιδέες (άλλο αν δεν είναι πάντα εύστοχες) και σίγουρα αξίζει δύο ώρες από το χρόνο μας.
Εσείς το είδατε;
Ποια η γνώμη σας;
Γιώργος Κόνιαρης.
Το ίδιο έχει περάσει και στην εκφορά του λόγου, στην όλη υποκριτική γραμμή, στα κοστούμια και στα σκηνικά.
Σίγουρα αυτή η επιλογή κάνει πιο «σημερινή» την ταινία και πιο προσβάσιμη στο ευρύτερο και μη θεατρόφιλο κοινό, από την άλλη όμως αφαιρεί πολλά από τα πρωτότυπα συστατικά και την γενικότερη αίσθηση του σπουδαίου αυτού έργου, ισορροπεί αναποφάσιστα ανάμεσα στο εντυπωσιακά κινηματογραφημένο θέατρο σε φυσικούς χώρους και στο καθαρό σινεμά, στον ακαδημαϊσμό και στην καινοτομία.
Ο ρυθμός με τον οποίο προχωρά η ταινία είναι μονότονος και αργόσυρτος.
Ναι μεν δημιουργείται μία υποβλητική ατμόσφαιρα, αλλά όταν εξελίσσεται η ιστορία του Μακμπέθ γεμάτη ίντριγκες και συγκρούσεις πάνω σε ένα εξαιρετικό κείμενο και διάσπαρτα στην αίθουσα ακούγονται χασμουρητά….τότε «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανημαρκίας» (όπως θα έλεγε και ο Μάρκελλος από τον «Άμλετ»).
Γι'αυτούς τους λόγους διαφωνώ στα σημεία με την κριτική της Χριστίνας.
Όπως και να ‘χει πάντως πρόκειται για μία αξιοσημείωτη δουλειά, που σέβεται την αρχική ιστορία, φέρνοντας παράλληλα και τις δικές της ιδέες (άλλο αν δεν είναι πάντα εύστοχες) και σίγουρα αξίζει δύο ώρες από το χρόνο μας.
Εσείς το είδατε;
Ποια η γνώμη σας;
Γιώργος Κόνιαρης.