Λίγα γεγονότα στην ιστορία της ανθρωπότητας μπορούν να θεωρηθούν τόσο αποτρόπαια, όσο αυτά που συνέβησαν στην Nanjing, την τότε πρωτεύουσα της Κίνας, μετά την κατάκτησή της από τους Ιάπωνες το 1937.
Η μάχη που προηγήθηκε καθώς και αυτά που συνέβησαν μετά, έμειναν στην ιστορία με τίτλους που δυστυχώς εκφράζουν απολύτως την πραγματικότητα:
"Ο βιασμός της Nanjing" και "η σφαγή της Nanjing".
Αυτά λοιπόν τα γεγονότα περιγράφονται στην ταινία Nanjing! Nanjing! (ο original τίτλος), με έναν τρόπο που ξεφεύγει από τα συνήθη, προπαγανδιστικά στάνταρ του κινέζικου κινηματογράφου και που ουσιαστικά μπορεί να χαρακτηριστεί ντοκιμαντερίστικος.
Οφείλω να ομολογήσω πως συνήθως τα ασπρόμαυρα φιλμ με κουράζουν, αλλά στο συγκεκριμένο δε με ενόχλησε καθόλου.
Πως θα μπορούσε άλλωστε, όταν μιλάμε για ένα αριστούργημα του ρεαλισμού.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Δεν θα μπω σε πολλές λεπτομέρειες, μιας και έχουν γραφτεί πραγματικά πολλά για τα συγκεκριμένα γεγονότα.
Περιληπτικά λοιπόν συνέβησαν τα εξής:
Μετά το τέλος του πρώτου Σινο - Ιαπωνικού (1894-1895) και του Ρωσο - Ιαπωνικού πολέμου (1904 - 1905), η Ιαπωνία, έχοντας πλέον υπό την κυριαρχία της την Κορέα και την χερσόνησο Liaodong (νοτιοανατολική Μαντζουρία), ήταν ο αναμφισβήτητος κυρίαρχος στην νοτιοανατολική Ασία.
Η επεκτατική πολιτική της όμως δεν σταμάτησε εκεί, μιας και απώτερος σκοπός της ήταν να κυριαρχήσει στην Κίνα στρατιωτικά και πολιτικά, ώστε να εκμεταλλεύεται αποκλειστικά τα τεράστια αποθέματά της σε ορυκτά, τρόφιμα και εργατικό δυναμικό.
Έτσι, το 1931, παίρνοντας αφορμή από ένα προκατασκευασμένο από τους ίδιους περιστατικό, τον βομβαρδισμό ενός τρένου ιαπωνικών συμφερόντων, οι δυνάμεις της Ιαπωνίας εισβάλουν στην Μαντζουρία και μέχρι τις αρχές του 1932 την έχουν θέσει ολόκληρη υπό την κυριαρχία τους, δημιουργώντας στη συνέχεια ένα κράτος μαριονέτα, με το όνομα Μάντσουκο.
Από κει και πέρα ακολούθησαν πολλές μικρές και μεσαίου μεγέθους συμπλοκές, με την Ιαπωνία να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τον εμφύλιο που μαινόταν στην Κίνα, ανάμεσα στους κομουνιστές του Μάο και τους εθνικιστές του Chiang Kai Sek, ο οποίος είχε μεταφέρει την πρωτεύουσα του στην Nanjing.
Όπως ήταν αναμενόμενο, στις 7 Ιουλίου του 1937, μία ακόμα συμπλοκή μετατράπηκε σε ολοκληρωτικό πόλεμο, με άμεσο αποτέλεσμα την πτώση του Πεκίνου και της επίνειας πόλης του, Tianjijn.
Τον Αύγουστο ακολούθησε η μάχη της Shanghai, όπου οι Ιαπωνικές δυνάμεις πέτυχαν μια δύσκολη νίκη ενάντια στον Εθνικό Στρατό, ενώ λίγο αργότερα το Γενικό Αρχηγείο στο Τόκιο έδωσε εντολή για κατάληψη της Nanking.
Ο Chiang Kai Sek, με τα υπόλοιπα μέλη του επιτελείου του και το μεγαλύτερο μέρος του εναπομείναντος στρατού εγκατέλειψε την ως τότε πρωτεύουσα του για τo Wuhan, αφήνοντας επικεφαλής της υπεράσπισης της πόλης τον στρατηγό Tang Shengzhi.
Εκείνος ανακοίνωσε στο διεθνή τύπο πως δεν θα παραδινόταν και πως θα πολεμούσε μέχρι θανάτου.
Συγκέντρωσε περίπου 100.000 άνδρες μαζί με εναπομείναντες από τη μάχη της Shanghai, με τους υπόλοιπους να είναι κυρίως ανεκπαίδευτοι κάτοικοι τις πόλης.
Διέταξε τη φύλαξη των λιμανιών, ενώ μπλοκάρισε δρόμους, κατέστρεψε κάθε είδους πλωτού μέσου και έκαψε τα γύρω χωριά, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει κάθε είδους λιποταξία.
Στην πόλη κατοικούσαν αρκετοί δυτικοί, κυρίως έμποροι και δημοσιογράφοι.
Οι περισσότεροι έφυγαν από την πόλη μετά την πτώση της Shanghai, κάποιοι όμως (30 περίπου) παρέμειναν στην Nanjing και ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησουίτη Robert Jacquinot de Besange, εγκαθίδρυσαν μια αποστρατικοποιημένη ζώνη, η οποία αποτελούνταν από 25 στρατόπεδα προσφύγων σε μία έκταση τεσσάρων περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από την αμερικανική πρεσβεία.
Σύστησαν επίσης μια επιτροπή, με τον τίτλο Διεθνής Επιτροπή για την Αποστρατικοποιημένη Ζώνη της Nanjing και εξέλεξαν ως αρχηγό τους τον John Rabe, έναν Γερμανό επιχειρηματία και μέλος του ναζιστικού κόμματος.
Οι αρχές της πόλης αναγνώρισαν την ζώνη, έστειλαν φαγητό, χρήματα και προσωπικό ασφαλείας, ενώ στις αρχές του Δεκέμβρη, ο δήμαρχος της πόλης, Ma Chao Sun, διέταξε τους εναπομείναντες κατοίκους της να μεταφερθούν εκεί και ο ίδιος αποχώρησε.
(Τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω δεν έχουν αναγνωριστεί στο σύνολο τους επισήμως από τις ιαπωνικές αρχές και αποτελούν ως σήμερα σημείο τριβής ανάμεσα σε Κίνα και Ιαπωνία, ενώ και οι ιστορικοί σαν σύνολο, δεν έχουν καταλήξει για το τι πραγματικά συνέβη, τουλάχιστον όχι για τα ακριβή γεγονότα).
Οι δυνάμεις του ιαπωνικού στρατού άρχισαν τις κτηνωδίες ήδη από την ώρα που ξεκίνησαν την πορεία τους από τη Shanghai προς την Nanjing.
Το πιο χαρακτηριστικό και ίσως το πιο αποτρόπαιο συμβάν ήταν ο διαγωνισμός ανάμεσα σε δύο αξιωματικούς, για το ποιος θα σκοτώσει πρώτος 100 ανθρώπους χρησιμοποιώντας μόνο το σπαθί του.
Ο καινούριος επικεφαλής της στρατιάς, πρίγκηπας Asaka Yasuhiko έδωσε εντολή για θανάτωση όλων των αιχμαλώτων και μετά την πτώση της πόλης, στις 13 Δεκεμβρίου 1937, ξεκίνησε η σφαγή.
Οι Ιάπωνες αρχικά αναζήτησαν ανάμεσα στους πολίτες πρώην στρατιώτες, με αποτέλεσμα να συλλάβουν χιλιάδες νέους άνδρες, τους οποίους και εκτέλεσαν πυροβολώντας τους, καίγοντας τους, ανατινάζοντας τους με νάρκες, αποκεφαλίζοντας τους και γενικότερα με όποιο τρόπο μπορούσαν να σκεφτούν.
Έκαψαν περίπου το 1/3 της πόλης, κυβερνητικά κτίρια αλλά και σπίτια αμάχων και λόγω της μηδαμινής αντίστασης προέβησαν σε μεγάλης έκτασης λεηλασίες μοιράζοντας ουσιαστικά όλο τον πλούτο της πόλης μεταξύ τους.
Έλαβαν χώρα εκτεταμένοι βιασμοί, με τον αριθμό να φτάνει τις 20.000 γυναίκες, ανάμεσα τους ηλικιωμένες και ανήλικα, με τις περισσότερες να θανατώνονται αμέσως μετά.
Την αποστρατικοποιημένη ζώνη την σεβάστηκαν ως ένα σημείο, παρ'όλα αυτά υπήρξαν 450 περιστατικά φόνων, βιασμών και γενικότερων αναταραχών.
Μέχρι τον Ιανουάριο του 1938, όταν και ο ιαπωνικός στρατός υποχρέωσε όλους τους πρόσφυγες της αποστρατικοποιημένης ζώνης να επιστρέψουν στα σπίτια τους, ο αριθμός των νεκρών είχε αγγίξει τις 250.000.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Να αναφέρουμε εδώ πως η πλοκή περιστρέφεται κυρίως γύρω από περιστατικά και λιγότερο γύρω από πρόσωπα, για αυτό και περιλαμβάνονται τόσοι πολλοί χαρακτήρες στο σενάριο.
Αρχικά και λίγο πριν την εισβολή των Ιαπώνων στην πόλη βλέπουμε τον Κινέζο υπολοχαγό Lu Jianxong μαζί με τους συντρόφους του να προσπαθούν μάταια να σταματήσουν ένα ασκέρι Κινέζων στρατιωτών, οι οποίοι προσπαθούν να εγκαταλείψουν την πόλη, μιας και το ίδιο είχε κάνει και η κυβέρνηση.
Λίγο αργότερα βλέπουμε τον ίδιο υπολοχαγό, μαζί με τον συμμαχητή του Shounji, ένα αγόρι τον Xiaodouzi, που μεταφέρει σφαίρες και άλλους στρατιώτες και μη, να μάχονται με τους Ιάπωνες, ένας από τους οποίους είναι και ο οπλίτης Masao Kadokawa.
Η αντίσταση τους δεν κρατάει πολύ και όσοι δεν σκοτώνονται, αιχμαλωτίζονται.
Στη συνέχεια υπάρχουν αρκετά πλάνα, όπου οι Ιάπωνες σκοτώνουν αιχμαλώτους με κάθε τρόπο σε διάφορες τοποθεσίες στην πόλη.
Ο Shounji και ο Xiaodouzi γλυτώνουν και μαζί με τους εναπομείναντες αιχμαλώτους συνοδεύονται στην αποστρατικοποιημένη ζώνη, στην οποία επικεφαλής είναι ένας Γερμανός, ο John Rabe και άλλοι δυτικοί.
Με τα καθημερινά προβλήματα στη ζώνη ασχολούνται κυρίως ο γραμματέας του Rabe, Tang Tianxiang και μία δασκάλα, η Jiang Shuyun.
Οι Ιάπωνες όμως δεν σέβονται απόλυτα την ζώνη και οι βιασμοί και οι φόνοι είναι καθημερινό φαινόμενο.
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αποφύγουν τέτοια περιστατικά οι Κινέζες αποφασίζουν να κόψουν τα μαλλιά τους και να ντύνονται σαν άντρες.
Η μόνη που δεν συμπορεύεται είναι μια πόρνη, εν ονόματι Xiaojiang, η οποία αφελώς πιστεύει πως θα μπορέσει να βγάλει λεφτά από τους στρατιώτες αν εξακολουθήσει να είναι όμορφη.
Ο Kadokawa εν τω μεταξύ, έχει αρχίσει να αναπτύσσει αισθήματα για μία γιαπωνέζα πόρνη, την Yuriko, στην οποία και υπόσχεται να την παντρευτεί όταν τελειώσει ο πόλεμος.
Κατόπιν, ο υπολοχαγός Osamu Ida, απαιτεί οι αιχμάλωτοι να παραδώσουν στους Ιάπωνες 100 γυναίκες, για να υπηρετήσουν ως πόρνες, διαταγή που αναλαμβάνουν με πόνο καρδιάς να ανακοινώσουν οι John Rabe και Jiang Shuyun.
Πρώτη εθελόντρια δηλώνει η Xiaojiang και ακολουθούν, αναγκαστικά και οι υπόλοιπες.
Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο, όταν ο Rabe ανακαλείται στη Γερμανία, ενώ λίγο αργότερα οι Ιάπωνες άρουν ολοκληρωτικά τη ζώνη αποστρατικοποίησης.
Τα υπόλοιπα, θα σας αφήσω να τα παρακολουθήσετε μόνοι σας.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας ο Chuan Lu, o οποίος φέρνει σε πέρας μια πραγματικά δύσκολη αποστολή.
Να αναφέρουμε πως όταν έκανε αίτηση άδειας για να ξεκινήσει τα γυρίσματα (όλες οι κινέζικες παραγωγές οφείλουν να κάνουν το ίδιο), εξαιτίας των πολύ λεπτών σχέσεων με την Ιαπωνία, τις οποίες η κινεζική κυβέρνηση προσπαθεί πάση θυσία να διαφυλάξει, το όλο εγχείρημα παραλίγο να πέσει στο κενό.
Χρειάστηκαν 5 μήνες και μεγάλη βοήθεια από υψηλά κλιμάκια για να πείσει την επιτροπή λογοκρισίας.
Εξαιρετικά δύσκολη ήταν επίσης και η αποσαφήνιση των πραγματικών γεγονότων, μιας και περί του θέματος υπάρχουν πολλές και αντικρουόμενες απόψεις.
Τα προβλήματα όμως ξεπεράστηκαν και το αποτέλεσμα είναι ένας πραγματικός θρίαμβος του ρεαλισμού.
Χαρακτηριστικά να τονίσουμε πως κατασκευάστηκαν πιστά αντίγραφα συνοικιών της πόλης, καθώς και τα τείχη της, ενώ και οι περισσότερες ιστορίες που παρακολουθούμε, προέρχονται από πραγματικές μαρτυρίες, τις οποίες μελέτησε ο ίδιος ενδελεχώς, όπως πχ από ημερολόγια Ιαπώνων στρατιωτών.
Η σκηνοθεσία, όπως προείπαμε, παραπέμπει σε ντοκιμαντέρ, ενώ επίσης φανερό είναι πως ο Lu Chuan δεν έχει σκοπό να δείξει απλώς τις αποτρόπαιες σκηνές, ώστε να δαιμονοποιηθούν οι Ιάπωνες, αλλά προσπαθεί να καταδείξει και τις αιτίες που τους οδήγησαν σε τέτοιες ενέργειες.
Για το λόγο αυτό η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τα μάτια χαρακτήρων και των δύο πλευρών, σχεδόν εναλλάξ.
Το γεγονός αυτό είναι που κάνει την ταινία του τόσο διαφορετική από άλλες κινέζικες ιστορικές παραγωγές, όπου υπάρχει υπερβάλλων ζήλος να φανεί το πόσο κακοί ήταν οι Ιάπωνες.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το φιλμ συγκέντρωσε τις διαμαρτυρίες πολλών γηγενών, που δεν είχαν συνηθίσει να τους παραθέτονται τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο.
Θεωρώ πάντως, πως αυτός είναι ο τρόπος που πρέπει να παρουσιάζεται η ιστορία.
Μέσα από μαρτυρίες και παίρνοντας υπόψιν τις απόψεις όλων των εμπλεκομένων πλευρών.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, η προσπάθεια του Chuan Lu παίρνει άριστα.
Για το επιτελείο των ηθοποιών θα μιλήσω σαν σύνολο, μιας και ο χρόνος συμμετοχής τους είναι τόσο μοιρασμένος που είναι δύσκολο να αναφερθούμε σε πρωταγωνιστές με την συνήθη έννοια του όρου.
Αναμενόμενα, κύριο χαρακτηριστικό όλων είναι η προσήλωση στην ρεαλιστική απεικόνιση των χαρακτήρων, χωρίς τις εκφραστικές υπερβολές που τόσο συχνά συναντούμε στον ασιατικό κινηματογράφο.
Ως εκ τούτου και δεδομένου του στόχου του σκηνοθέτη, μπορούμε να πούμε πως οι ηθοποιοί σαν σύνολο παίρνουν άριστα.
Χαρακτηριστικό είναι πως ακόμα και ο John Paisley, ο οποίος υποδύεται τον John Rabe, είναι αρκετά καλός, σε αντίθεση με τις συνήθεις παρουσίες δυτικών σε ασιατικές παραγωγές, που κυμαίνονταν από το αδιάφορο έως το τραγικό.
Στους υπόλοιπους ρόλους ο Ye Liu ως Lu Jianxong, o Yisui Zhao ως Shounji, o Bin Liu ως Xiaodouzi, o Wei Fan ως Tang Tianxiang, η Yuanyuan Gao ως Jiang Shuyun, o Hideo Nakaizumi ως Masao Kadokawa και ο Ryu Kohata (Legend of the Fist: The Return of Chen Zhen) ως Osamu Ida.
Συνοψίζοντας, η ταινία είναι εντυπωσιακή τόσο καλλιτεχνικά όσο και τεχνικά, όπου γίνεται φανερό πως πρόκειται για υπερπαραγωγή και ουσιαστικά παρακολουθείται τόσο ως μυθοπλασία όσο και ως ντοκιμαντέρ.
Θεωρώ, πως θα αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις, ακόμα και σε αυτούς που τους ξενίζει το ασπρόμαυρο.
* Μια παρατήρηση μόνο.
Οι κάρτες που εμφανίζονται στην αρχή με σκοπό να δώσουν το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η ταινία είναι πραγματικά δυσανάγνωστες.
Ουσιαστικά έπρεπε να παγώνω την εικόνα και να πλησιάζω την οθόνη για να μπορέσω να διακρίνω το τι γράφουν.
** Το φιλμ βρήκε διανομή και στη χώρα μας από την Nutopia και προβλήθηκε το 2010 με τίτλο Η Πόλη της Ζωής και του Θανάτου.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.