Τέλη 19ου αιώνα.
Σε μία επαρχία της Λομβαρδίας τέσσερις φτωχές οικογένειες χωρικών παλεύουν για την επιβίωσή τους, δουλεύοντας για τον ίδιο γαιοκτήμονα.
Μοιραζόμενοι την ίδια στέγη και αυλή, τα ίδια όνειρα, έγνοιες, κρυφούς πόθους, φόβους και αγωνίες.
Η ταινία ακολουθεί και παρακολουθεί τις καθημερινές ιστορίες των αφανών ηρώων της ζωής - κατά τη διάρκεια ενός χρόνου.
Ένα πολύτεκνο ζευγάρι αποφασίζει, να στείλει στο σχολείο τον χαρισματικό γιο τους.
Μια μέρα όμως σπάει το μοναδικό του ξύλινο παπούτσι.
Μία χήρα, που ζει με τον παππού και τα παιδιά της, πασχίζει να τα φέρει βόλτα και προσεύχεται στην Παναγία, να θεραπευτεί η αγελάδα της.
Ένα νεαρό ζευγάρι παντρεύεται και ξεκινά την καινούρια του ζωή ύστερα από ένα σημαντικό ταξίδι στο Μιλάνο, ενώ ένας γκρινιάρης κι οξύθυμος πατέρας τσακώνεται με τον "προβληματικό" γιο του κι ένα βράδυ βρίσκει ένα πολύτιμο νόμισμα στο χώμα.
Ο Ermanno Olmi (Il Posto, 1961) φέρει επάξια εις πέρας το δύσκολο εγχείρημά του, να γυρίσει μία ταινία εποχής, κρατώντας ο ίδιος έναν πολύπλευρο ρόλο (σενάριο, σκηνοθεσία, διεύθυνση φωτογραφίας και μοντάζ) και εν τέλει δημιουργεί ένα σχεδόν αριστούργημα
Συνεχίζει πιστά (χωρίς όμως να ανανεώνει ή να εξελίσσει) στην παράδοση του εγχώριου νεορεαλισμού κι επιπλέον μπολιάζει το ύφος του φιλμ του με στοιχεία ντοκυμαντέρ και σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Επιλέγει ντόπιους πραγματικούς αγρότες για ηθοποιούς και τούς χειρίζεται απλά και με μαεστρία. Μιλούν εξ ολοκλήρου τη διάλεκτο του Μπέργκαμο (για πρώτη και μοναδική φορά στα κιν/κά χρονικά) και μας παρουσιάζει ατόφιες εικόνες, πλούσια εθνογραφικά/λαογραφικά στοιχεία και πολύτιμη σκιαγράφηση του κοινωνικού και πολιτικού φόντου της εποχής.
Ηθογραφικά στοιχεία, ενδιαφέροντες κι ολοζώντανοι χαρακτήρες, κωμικοτραγικές καταστάσεις και αναγνωρίσιμες ιστορίες κινηματογραφούνται λιτά, με ακαδημαϊκό και αποστασιοποιημένο ντεκουπάζ, αργές - εκτενείς λήψεις και οικονομία, ενώ η μπαρόκ μουσική επένδυση δημιουργεί τις απαραίτητες μικροαντιθέσεις.
Ακόμη κι αν κάποια θέματα της ταινίας, όπως και ο ρυθμός της, φαίνονται πια λίγο ξεπερασμένα και δυσκίνητα, η βαθύτερη ουσία της και φυσικά οι προβληματισμοί και η αισθητική της παραμένουν διαχρονικά.
Χρυσός Φοίνικας και βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής στις Κάννες.
Στους κινηματογράφους σε επανέκδοση στις 12 Νοεμβρίου 2015.
Γιώργος Κόνιαρης.