Το 1999 αποτελεί χρονιά σταθμό για τον σύγχρονο κορεάτικο κινηματογράφο, με το Shiri να σηματοδοτεί μια τάση που συνεχίστηκε τις επόμενες χρονιές, με τα JSA (2000), Silmido (2003) και Brotherhood of war (2004), να σπάνε διαδοχικά το ρεκόρ προσέλευσης θεατών στη χώρα (Σημ 1).
Κοινά σημεία και των τεσσάρων υπήρξαν τα εξής: Ήταν όλα τους πανάκριβες παραγωγές σε στυλ που παρέπεμπε σε αντίστοιχες ταινίες του Hollywood και του Χονγκ Κονγκ και είχαν θεματολογία που αφορούσε τις σχέσεις Βόρειας και Νότιας Κορέας.
Τα τέσσερα αυτά φιλμ επανέφεραν το ενδιαφέρον του ευρέος κοινού στις εγχώριες παραγωγές.
Το JSA θεωρώ πως είναι το σημαντικότερο από τα 4, μιας και ήταν αυτό που εδραίωσε ως superstar τον Kang Ho Song, ο οποίος είχε ήδη εμφανιστεί και στο Shiri, ενώ έφερε και στο προσκήνιο τον Byung Hun Lee και τον Chan Wook Park, που έμελλε να μεγαλουργήσουν τα επόμενα χρόνια.
Ακόμα, επέφερε μεγάλες αλλαγές και στον τεχνικό τομέα, μιας και ήταν η πρώτη φορά που γινόταν χρήση κάμερας τύπου Super 35, η οποία χρησιμοποιείται σε blockbusters του Hollywood μιας και επιτρέπει ευρεία οθόνη (1:2.35) με πολύ υψηλή ευκρίνεια, ενώ και η κατασκευή ενός πιστού αντίγραφου του χωριού Panmunjeom, ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη του ρεαλισμού.
Αναμενόμενα, ο προϋπολογισμός του JSA έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη για την εποχή (2000) και την χώρα, φτάνοντας τα 3.000.000 δολάρια.
Ας το δούμε όμως αναλυτικά.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως στα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Κορέα διχοτομήθηκε στον 38ο παράλληλο με σκοπό την επιτάχυνση της παράδοσης των ιαπωνικών δυνάμεων, για την οποία ήταν υπεύθυνη η Σοβιετική Ένωση στο βόρειο κομμάτι και οι ΗΠΑ στο νότιο.
Αν και αρχικά επρόκειτο για ένα προσωρινό μέτρο, η διαχωριστική γραμμή παρέμεινε ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτικού τοπίου της Κορέας, με την κάθε πλευρά να υποστηρίζει διαφορετικές κυβερνήσεις, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου.
Το 1948, η χερσόνησος χωρίστηκε στα δύο και επισήμως με την Δημοκρατία της Κορέας στον νότο και την Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας στο βορρά.
Άμεσο αποτέλεσμα υπήρξε ο Πόλεμος της Κορέας, το 1950.
Οι εχθροπραξίες έλαβαν τέλος το 1953 και ως μέτρο της εκεχειρίας ορίστηκε μία αποστρατικοποιημένη ζώνη (DMZ) 4 τ.χλμ, ως μέτρο αποτροπής πολεμικής σύρραξης.
Στη μέση της ζώνης αυτής υπάρχει μία γέφυρα, που ονομάζεται Γέφυρα Χωρίς Επιστροφή (Bridge of no return), όπου έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών, μετά το τέλος του πολέμου και αποτελεί το τελευταίο σύνορο ανάμεσα στις δύο χώρες.
Επιπλέον, οι δύο παρατάξεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν μία Περιοχή Κοινής Ασφάλειας (JSA), γύρω από το χωριό Panmunjeom, όπου είχαν γίνει οι διαπραγματεύσεις.
Στην περιοχή αυτή, θα υπήρχαν δυνάμεις και των δύο.
Δυστυχώς όμως η γειτνίαση δεν υπήρξε πάντοτε αρμονική, με μια σειρά συμβάντων να λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες 5 δεκαετίες.
Τέλος, συστάθηκαν δύο επιτροπές, η Εποπτική Επιτροπή Ουδέτερων Κρατών (NNSC) και η Επιτροπή Στρατιωτικής Εκεχειρίας (UNCMAC), με σκοπό την ρύθμιση των σχέσεων των δύο κρατών.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Σε αυτήν λοιπόν την περιοχή διαδραματίζεται και το παρόν φιλμ, του οποίου το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο DMZ, του Sang Yeon Park και έχει ως εξής:
Δύο Βορειοκορεάτες στρατιώτες σκοτώνονται σε ένα φυλάκιο τους στην αποστρατικοποιημένη ζώνη και λίγο αργότερα ο Νοτιοκορεάτης λοχίας Soo Hyeok Lee επιχειρεί να διασχίσει τη γέφυρα πίσω στην πλευρά της χώρας του.
Οι Βορειοκορεάτες ανοίγουν πυρ εναντίον του, αλλά οι συμπατριώτες του προλαβαίνουν να τον σώσουν.
Η εκεχειρία κρέμεται πλέον από μία κλωστή.
Δύο μέρες μετά καταφθάνει στο Panmunjeom η ταγματάρχης του ελβετικού στρατού, Sophie E. Jean,κόρη ενός εκπατρισμένου Κορεάτη και μίας Ελβετίδας, με σκοπό να διεξάγει ειδική έρευνα για τα γεγονότα, εκ μέρους της NNSC.
Εμφανίζονται δύο σενάρια: Σύμφωνα με τους Νότιους, ο λοχίας Soo Hyeok Lee, απήχθη από στρατιώτες των Βορείων, οι οποίοι τον μετέφεραν με τη βία στην πλευρά τους.
Κατά την απόδραση του, ο Lee σκότωσε δύο στρατιώτες και τραυμάτισε έναν ακόμα.
Σύμφωνα με την κατάθεση του τραυματισμένου Βορειοκορεάτη λοχία Kyeong Pil Oh, o Lee πέρασε σκοπίμως την γέφυρα και άρχισε να πυροβολεί εναντίον τους.
Τη συνέχεια όμως θα σας αφήσω να την παρακολουθήσετε μόνοι σας.
ΑΝΑΛΥΣΗ
Σκηνοθέτης της ταινίας ο Chan Wook Park, ο οποίος κάνει πραγματικά καταπληκτική δουλειά.
Η τεχνική των flashbacks, που χρησιμοποιεί κατά κόρον όσο αποκαλύπτονται σιγά σιγά τα πραγματικά γεγονότα, είναι δοσμένη πραγματικά αριστοτεχνικά, με τρόπο που δεν μπερδεύει τον ακροατή, όπως τόσο συχνά συμβαίνει στις ασιατικές παραγωγές.
Η όλη ατμόσφαιρα και ο τρόπος που αποδίδονται οι συνθήκες σε μία από τις πιο ασταθείς περιοχές του κόσμου είναι εξαιρετικά ρεαλιστικός, έχοντας πάντα υπόψιν πως μιλάμε για μυθοπλασία και όχι για ντοκιμαντέρ.
Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει το βιβλίο για να γνωρίζω κατά πόσο είναι πιστή η απόδοση του, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Η χρήση της καινούριας κάμερας, σε συνδυασμό με την άριστη τεχνική του κινηματογραφιστή Sung Bok Kim και τις εμπνεύσεις του σκηνοθέτη μας δίνουν μερικές εκπληκτικές σκηνές, όπως αυτήν της απόδρασης του Lee.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει και σε μία σκηνή δοσμένη με πολύ χιούμορ, όπου οι δύο πρωταγωνιστές φτύνονται.
Το κωμικό αυτό στοιχείο, εν μέσω δραματικών εξελίξεων θα καθιερωνόταν και στις επόμενες δουλειές του Park.
Μοναδικό μειονέκτημα της απόδοσης της ταινίας θεωρώ πως είναι οι σκηνές, όπου οι ηθοποιοί μιλάνε αγγλικά με εντελώς ακατάληπτη προφορά, ενώ όπως συνήθως στις ασιατικές παραγωγές, η απόδοση των δυτικών ηθοποιών είναι πραγματικά τραγική, αν και ευτυχώς αρκετά μικρή σε διάρκεια (Σημ 2).
Στους ρόλους των Soo Hyeok Lee και Kyeong Pil Oh, οι Byung Hun Lee (ο καλός στο I Saw the Devil και πιο πρόσφατα στο Terminator: Genisys) και Kang Ho Song (Snowpiercer) αντίστοιχα, οι οποίοι αποδίδουν το ίδιο εξαιρετικά, σε σημείο που δεν αφήνουν σε καμία περίπτωση τον θεατή να πάρει το μέρος κάποιου από τους δύο.
Ελαφρώς καλύτερος ο δεύτερος, μιας και παρουσιάζει ένα επιπλέον στοιχείο στον χαρακτήρα του, έναν αέρα κύρους και ανωτερότητας.
Η διαφορά πάντως είναι ανεπαίσθητη.
Οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές, μαζί με την σκηνοθεσία και την κινηματογράφηση, αποτελούν τα μεγαλύτερα ατού του φιλμ.
Ως ταγματάρχης Sophie E. Jean, η Yeong Ae Lee, η οποία δεν είναι κακή, αλλά δυστυχώς η απόδοση της επισκιάζεται από τις σκηνές που μιλάει αγγλικά, έχοντας τραγική πραγματικά προφορά.
Κρίμα, γιατί όπως απέδειξε μερικά χρόνια αργότερα, στο Sympathy for Lady Vengeance, είναι πραγματικά καλή ηθοποιός.
Το JSA κέρδισε επαίνους από όλους τους παράγοντες της κορεάτικης κοινωνίας, με μία εξαίρεση: τον στρατό.
Η πλειονότητα των μελών του, χλεύασε το φιλμ ως παντελώς φανταστικό, βασισμένο σε ένα γεγονός που δεν θα μπορούσε επ'ουδενί να συμβεί στην πραγματική ζωή.
Σε ένα περίεργο περιστατικό, στις 26 Σεπτεμβρίου του 2000, 20 παλαιά μέλη της Ένωσης Βετεράνων JSA εισέβαλαν στα γραφεία της εταιρείας παραγωγής, Myung Film, σπάζοντας παράθυρα και απειλώντας σωματικά τους υπαλλήλους.
Απαίτησαν από την εταιρεία να ζητήσει δημόσια συγνώμη στον στρατό και να προβάλει σημείωση στη αρχή και το τέλος της ταινίας, που να δηλώνει πως πρόκειται για φανταστικά γεγονότα.
Η εταιρεία τελικώς συναίνεσε και παρά τις ενστάσεις του συνόλου της βιομηχανίας, οι απαιτήσεις της ομάδας ευοδώθηκαν.
Θεωρώ πως το JSA είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία, που θα αρέσει ιδιαίτερα σε αυτούς που προτιμούν τα αστυνομικά και τις περιπέτειες, αλλά και γενικότερα στην πλειονότητα των θεατών, μιας και συνολικά πρόκειται για αρκετά "εύπεπτη" παραγωγή.
Αξίζει ακόμα να την παρακολουθήσει όποιος θέλει να διαπιστώσει την πορεία του σύγχρονου κορεάτικου κινηματογράφου ως την παγκόσμια πλέον καταξίωση.
Σημ 1 Ενδιάμεσα, το 2001 το ρεκόρ είχε σπάσει το Friend, ένα κατά βάση κοινωνικό φιλμ.
Σημ 2 Που πάνε και τους βρίσκουν όλους αυτούς τους δυτικούς και τους βάζουν να παίξουν δε θα το καταλάβω ποτέ, αν και υποψιάζομαι ότι απλά παίρνουν τον πρώτο που θα βρουν.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.