Πρόκειται για τη νέα ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, η οποία είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη.
Το Ουζερί Τσιτσάνης διαδραματίζεται στην υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη του 1942-1943.
Ο Γιώργος (Χάρης Φραγκούλης), ένας χριστιανός, και η Εστρέα (Χριστίνα Χειλά), μια εβραία, ζουν έναν απαγορευμένο έρωτα.
Η περιπετειώδης ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό Ουζερί Τσιτσάνης.
Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης (Ανδρέας Κωνσταντίνου) διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική Συννεφιασμένη Κυριακή.
Μία πολυαναμενόμενη και πολυδιαφημιζόμενη ταινία, με ένα
δυνατό θέμα που αγγίζει το ελληνικό κοινό.
Θεωρητικά.
Θεωρητικά.
Αν χωρίζαμε την ταινία σε υπο-ιστορίες, τότε θα είχαμε την
ιστορία αγάπης των δύο πρωταγωνιστών, την ιστορία της οικογένειας της Εστρέα,
την ιστορία της πολιτικής ομάδας του Γιώργου και την ιστορία του Βασίλη
Τσιτσάνη.
Και εκεί εντοπίζουμε ένα μεγάλο πρόβλημα.
Η ταινία προσπαθεί να χωρέσει πολλά γεγονότα σε λίγο χρόνο, με αποτέλεσμα να μην εμβαθύνει πουθενά και η εξέλιξη της ιστορίας να μην είναι φυσική, αλλά να βγαίνει βεβιασμένα.
Παρ’ όλα αυτά, το Ουζερί Τσιτσάνης είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να το έχει η ιστορία του Τσιτσάνη που, μην μπερδευτείτε λόγω του τίτλου, είναι σε δεύτερη μοίρα και δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη.
Σαν ιστορία, όμως, θα έστεκε πολύ ωραία μόνη της και θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν η ταινία βασιζόταν πάνω σε αυτήν.
Ο Τσιτσάνης δουλεύει σε ένα μικρό μαγαζάκι, αρχίζει να γράφει τα πιο σημαντικά του τραγούδια και ψάχνει να βρει την κατάλληλη τραγουδίστρια, που την βρίσκει στο πρόσωπο της Λέλας (Βασιλική Τρουφάκου) και μεταξύ τους αναπτύσσεται κάτι ιδιαίτερο.
Και εκεί εντοπίζουμε ένα μεγάλο πρόβλημα.
Η ταινία προσπαθεί να χωρέσει πολλά γεγονότα σε λίγο χρόνο, με αποτέλεσμα να μην εμβαθύνει πουθενά και η εξέλιξη της ιστορίας να μην είναι φυσική, αλλά να βγαίνει βεβιασμένα.
Παρ’ όλα αυτά, το Ουζερί Τσιτσάνης είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον να το έχει η ιστορία του Τσιτσάνη που, μην μπερδευτείτε λόγω του τίτλου, είναι σε δεύτερη μοίρα και δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στην εξέλιξη.
Σαν ιστορία, όμως, θα έστεκε πολύ ωραία μόνη της και θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν η ταινία βασιζόταν πάνω σε αυτήν.
Ο Τσιτσάνης δουλεύει σε ένα μικρό μαγαζάκι, αρχίζει να γράφει τα πιο σημαντικά του τραγούδια και ψάχνει να βρει την κατάλληλη τραγουδίστρια, που την βρίσκει στο πρόσωπο της Λέλας (Βασιλική Τρουφάκου) και μεταξύ τους αναπτύσσεται κάτι ιδιαίτερο.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην ταινία εντοπίζεται στον ήχο
(ντουμπλάζ) και τα εφέ.
Αρχικά, σε πολλά σημεία τα χείλη και ο ήχος από τα λόγια είναι ασυγχρόνιστα, η εικόνα και ο ήχος δηλαδή.
Έπειτα είναι τα εφέ.
Δεν περιμέναμε να δούμε χολιγουντιανή παραγωγή, αλλά τα εφέ, οπτικά και ηχητικά, ήταν πολύ ψεύτικα.
Οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις δεν βοήθησαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Αρχικά, σε πολλά σημεία τα χείλη και ο ήχος από τα λόγια είναι ασυγχρόνιστα, η εικόνα και ο ήχος δηλαδή.
Έπειτα είναι τα εφέ.
Δεν περιμέναμε να δούμε χολιγουντιανή παραγωγή, αλλά τα εφέ, οπτικά και ηχητικά, ήταν πολύ ψεύτικα.
Οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις δεν βοήθησαν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Το Ουζερί Τσιτσάνης προφανώς και έχει πολύ ωραία μουσική, ένα
από τα μεγαλύτερα ατού του.
Έχει, όμως, και καλά σκηνικά που βοηθάνε, όπως και τα κοστούμια, στην σωστή και ωραία αναπαράσταση της εποχής.
Οι ερμηνείες σε γενικές γραμμές είναι καλές.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο, Χάρης Φραγκούλης, Χριστίνα Χειλά, ήταν πολύ καλό.
Δυνατές ερμηνείες και αρκετά πιστικοί.
Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου ήταν μια ήρεμη παρουσία, ενώ ξεχωριστή ήταν η Βασιλική Τρουφάκου, με μια ερμηνεία δυναμική και ευάλωτη ταυτόχρονα.
Από έναν μικρό ρόλο στην ταινία έχουν ο Γιάννης Στάνκογλου, που προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν πολύ μέτριος, ο πάντα καλός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και οι Γιάννης Αϊβάζης, Λάκης Κομνηνός και Αλμπέρτο Εσκενάζι.
Να αναφέρουμε, όμως, και τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν πολύ ψεύτικοι και θύμιζαν τους Γερμανούς των παλιών ελληνικών ταινιών.
Έχει, όμως, και καλά σκηνικά που βοηθάνε, όπως και τα κοστούμια, στην σωστή και ωραία αναπαράσταση της εποχής.
Οι ερμηνείες σε γενικές γραμμές είναι καλές.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο, Χάρης Φραγκούλης, Χριστίνα Χειλά, ήταν πολύ καλό.
Δυνατές ερμηνείες και αρκετά πιστικοί.
Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου ήταν μια ήρεμη παρουσία, ενώ ξεχωριστή ήταν η Βασιλική Τρουφάκου, με μια ερμηνεία δυναμική και ευάλωτη ταυτόχρονα.
Από έναν μικρό ρόλο στην ταινία έχουν ο Γιάννης Στάνκογλου, που προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν πολύ μέτριος, ο πάντα καλός Γεράσιμος Σκιαδαρέσης και οι Γιάννης Αϊβάζης, Λάκης Κομνηνός και Αλμπέρτο Εσκενάζι.
Να αναφέρουμε, όμως, και τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν πολύ ψεύτικοι και θύμιζαν τους Γερμανούς των παλιών ελληνικών ταινιών.
Ίσως η χειρότερη σκηνή της ταινίας να είναι η τελευταία, όπου
εκρήγνυται το μπουζούκι του Τσιτσάνη.
Αλλά δεν θα πω περισσότερα, μην σας το χαλάσω…
Αλλά δεν θα πω περισσότερα, μην σας το χαλάσω…
Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία
χρόνια, δίνοντας στον θεατή και πολλές επιλογές στο είδος και το στυλ των
ταινιών που μπορεί να παρακολουθήσει.
Το Ουζερί Τσιτσάνης, όμως, φαίνεται πως δεν καταφέρνει να ακολουθήσει.
Είναι, βέβαια, μια ενδιαφέρουσα ιστορία και μια καλή προσπάθεια.
Το Ουζερί Τσιτσάνης, όμως, φαίνεται πως δεν καταφέρνει να ακολουθήσει.
Είναι, βέβαια, μια ενδιαφέρουσα ιστορία και μια καλή προσπάθεια.
Στους κινηματογράφους από 3 Δεκεμβρίου.
Χριστίνα Φακίνου.