Βασισμένη στο ομώνυμο manga της Moyoco Anno, ξεχωρίζει για δύο λόγους κυρίως:
Πρώτον τα πολύ έντονα χρώματα της, τα οποία συναντούμε σε όλες τις τεχνικές πτυχές της, δηλαδή στα κοστούμια, στα σκηνικά, στην φωτογραφία, ακόμα και στο μακιγιάζ των ηθοποιών.
Και δεύτερον η πρωταγωνίστρια, η οποία διαθέτει ένα από τα πιο όμορφα και εκφραστικά πρόσωπα που έχω δει ποτέ μου και μία από τις πιο σέξι φωνές που έχω ακούσει ποτέ από γυναίκα.
Ουσιαστικά όμως μέσα από το εντυπωσιακό περιτύλιγμα της ταινίας δεν κρύβεται και κάτι το τόσο σπουδαίο.
Ας δούμε όμως περί τίνος πρόκειται.
Στο Εdo (σημερινό Tokyo) του 18ου αιώνα υπήρχε μια συνοικία, την οποία όλοι οι άντρες θα ήθελαν να επισκεφτούν έστω για μία φορά.
Η συνοικία αυτή ονομαζόταν Yοshiwara και στα 66.000 περίπου τετραγωνικά της στοιβάζονταν αμέτρητα καταλύματα εταίρων, που αποκλειστικό σκοπό είχαν την ψυχαγωγία των εκλεκτών της Ιαπωνικής κοινωνίας.
Δεν επρόκειτο όμως για μία “red light district”, όπως πχ αυτή που υπάρχει στο Αmsterdam, αλλά για μία κυβερνητικά εγκεκριμένη περιοχή ψυχαγωγίας, κάτι σαν το σημερινό Las Vegas, αν θέλουμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό με την σύγχρονη κοινωνία.
Ένα σημαντικό στοιχείο για την περιοχή εκείνη είναι ότι οι άνθρωποι με χρήματα, ανεξαρτήτως της τάξης από την οποία προέρχονταν, είχαν την ίδια αντιμετώπιση με τους samurai, κάτι που ίσχυε μόνο σε κείνη την περιοχή, αφού σε ολόκληρη την Ιαπωνία οι samurai θεωρούνταν ανώτεροι από τους υπόλοιπους απλούς ανθρώπους.
Οι οίκοι αυτοί αντλούσαν τις εταίρες τους κυρίως από φτωχές πολυμελείς οικογένειες, οι οποίες τους πουλούσαν τις κόρες τους σε ηλικία 7-12 ετών, όταν αντιλαμβάνονταν ότι δεν μπορούσαν πλέον να τις συντηρήσουν.
Η ανώτερη βαθμίδα εταίρων ονομαζόταν oiran.
H σημαντικότερη διαφορά μεταξύ oiran και geisha είναι ότι οι πρώτες προσέφεραν και σεξ στους πελάτες, εκτός των άλλων.
Και όταν μιλάμε για άλλα, δεν μιλάμε για κάτι απλό, μιας και οι oiran εκτός από την τέχνη του έρωτα έπρεπε να γνωρίζουν επίσης go και shogi (ιαπωνικά επιτραπέζια), kado (η τέχνη της ανθοσύνθεσης) και sado (η τέχνη του σερβιρίσματος τσαγιού).
Ακόμα έπρεπε να έχουν πάντα άψογη εμφάνιση και να διακρίνονται για τις ικανότητες τους στο χορό, το τραγούδι ,στο παίξιμο shamisen (μουσικό όργανο) στην καλλιγραφία και στην ποίηση.
Φυσικά δεν μπορούσε ο καθένας να απολαύσει τις φροντίδες μιας oiran.
Υπήρχε ολόκληρο πρωτόκολλο κατά το οποίο οι πελάτες θα ζητούσαν με επίσημη πρόσκληση τις υπηρεσίες μιας oiran και αυτή, εφόσον αποδεχόταν την πρόταση, θα παρέλαυνε κυριολεκτικά, ως τα διαμερίσματα του πελάτη ντυμένη όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακά, περπατώντας με συγκεκριμένο τρόπο, ο οποίος υπαγορευόταν από πρωτόκολλο και με συνοδεία υπηρετών.
Ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη για την δημιουργία εντυπωσιακών ρούχων για τις oiran, ώστε κάποια στιγμή όλοι οι μεγάλοι σχεδιαστές ρούχων και υφασματέμποροι του Edo είχαν καταστήματα στην Yοshiwara, όπου κάποια στιγμή υπαγορεύονταν της τάσεις της μόδας για όλη την Ιαπωνία.
Σε αυτήν λοιπόν την περιοχή και σε ένα από τα καλύτερα “σπίτια” της εποχής πουλιέται από τους γονείς της η Kiyoha, η οποία από την αρχή ξεχωρίζει για τους κακούς τρόπους της, την έντονη αμφισβήτηση των κανόνων αλλά και την υπέρμετρη φιλοδοξία.
Στην ταινία λοιπόν παρακολουθούμε την εξέλιξη της από ένα άσχημο παιδί στην πιo διάσημη oiran της Yοshiwara.
Στην διάρκεια αυτής της πορείας η πρωταγωνίστρια γνωρίζει μία πλειάδα συναισθημάτων, τόσο προς αυτήν όσο και από αυτήν, τα οποία περιλαμβάνουν την περιφρόνηση, την αντιπάθεια, την καταξίωση, τον φθόνο, την θλίψη και τον έρωτα.
Ένα όμως συναίσθημα παραμένει το ίδιο σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της.
Η επιθυμία να εγκαταλείψει τον οίκο και να ζήσει ελεύθερη.
Χαρακτηριστική η σκηνή με ένα χρυσόψαρο να πεθαίνει έξω από μια γυάλα και μία από τις γυναίκες του οίκου να το παρομοιάζει με oiran, λέγοντας ότι μία τέτοια γυναίκα μπορεί να ζήσει μόνο μέσα στον οίκο, όπως και το χρυσόψαρο μπορεί να ζήσει μόνο μέσα στη γυάλα.
Ακόμα μία εντυπωσιακή σκηνή εκτυλίσσεται όταν η μικρή Kiyoha βλέπει από μια μισάνοιχτη πόρτα μία oiran να κάνει έρωτα με έναν πελάτη και εκείνη γυρνάει και της χαμογελάει και το ίδιο αντίστοιχα συμβαίνει όταν η oiran πλέον Kiyoha, παρατηρεί μία μικρή εκπαιδευόμενη του οίκου να την κοιτάζει από την ίδια μισάνοιχτη πόρτα.
Σκηνοθέτης της ταινίας η πολυβραβευμένη φωτογράφος Mika Ninagawa στην πρώτη της σκηνοθετική απόπειρα, γεγονός που γίνεται αρκετά φανερό, μιας και το Sakuran διαθέτει άριστη φωτογραφία αλλά μέτρια σκηνοθεσία.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω απλοϊκή, όπως άλλωστε και το σενάριο που υπογράφει η Yuki Tanada, με απώτερο σκοπό να εξυπηρετήσουν την τεχνική αρτιότητα της ταινίας και παράλληλα να εκμεταλλευτούν την γενικότερη παρουσία της πρωταγωνίστριας.
Την μουσική της ταινίας έχει επιμεληθεί εξ’ ολοκλήρου η Ringo Shiina, η οποία κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αξιοπρόσεχτο μείγμα jazz και rock, το οποίο ξεχωρίζει κυρίως για τα φωνητικά της ίδιας.
Η Shiina αποτελεί αστέρι πρώτου μεγέθους για την Ιαπωνία και έχει βραβευθεί πολλές φορές για τα τραγούδια που έχει συνθέσει\τραγουδήσει αλλά και για τα βίντεο κλιπ της καθώς και για ένα σωρό άλλα πράγματα, τα οποία καταδεικνύουν το μέγεθος του ταλέντου της.
Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι γνωρίζει να παίζει 11 όργανα.
Στο ρόλο της πρωταγωνίστριας και απόλυτης star της ταινίας η Anna Tsuchiya, η οποία εμφανίζει και πάλι όλη αυτήν την επιθετικότητα που την έκανε διάσημη (όπως και στο Kamikaze Girls), εμπλουτίζοντας την όμως αυτήν την φορά με αρκετές σκηνές όπου παρουσιάζεται ευάλωτη.
Μου άρεσε επίσης το γεγονός πως ξεφεύγει εντελώς από τα κλισέ του ρόλου της γκέισας, γεγονός που κάνει την απόδοση της πρωτότυπη και αυθεντική.
Εντυπωσιακή παρουσία από όλες τις απόψεις.
Από το υπόλοιπο επιτελείο ξεχωρίζουν ο Hiroki Narimiya ως Sojiro και ο Yοshino Kimura (Confessions) ως Takao.
Κλείνοντας να πούμε πως η ταινία σε γενικές γραμμές είναι αξιοπρόσεχτη, κυρίως λόγω των στοιχείων που ανέφερα στη αρχή αλλά είναι περισσότερο εντυπωσιακή παρά ουσιώδης.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.