Τα φαντάσματα του Ναζιστικού παρελθόντος δεν αφήνουν τους Γερμανούς σε ησυχία και με τον νικητή του βραβείου κοινού στις περυσινές Νύχτες Πρεμιέρας «Λαβύρινθο της Σιωπής» προσπαθούν να τα εξευμενίσουν.
Και η αλήθεια είναι πως το κάνουν με σχετική επιτυχία.
Η ταινία περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στις δίκες της περιόδου 1963-1965, όταν για πρώτη φορά δικάστηκαν φιλικά προσκείμενοι στους Ναζί Γερμανοί, για τα εγκλήματά τους στο Άουσβιτς .
Αυτό γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδειχτεί η (υπαρκτή ως ένα βαθμό είναι η αλήθεια) άγνοια του γερμανικού λαού για το μέγεθος των Ναζιστικών εγκλημάτων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την προσπάθεια αποσιώπησης τους από αυτούς που γνώριζαν.
Στη Φρανκφούρτη του 1958 λοιπόν, ο νεαρός βοηθός εισαγγελέα Johan Radmann (Alexander Fehling, The Expatriate) ασχολείται συνήθως με υποθέσεις της πλάκας όπως το παράνομο παρκάρισμα, όταν προς έκπληξή του και μετά τη γνωριμία του με τον δημοσιογράφο Thomas Gnielka (Andre Szymanski) που του δίνει τις πρώτες σχετικές πληροφορίες, ο προϊστάμενος του αρχιεισαγγελέας Fritz Bauer (Gert Voss) του αναθέτει να ηγηθεί της έρευνας για τις φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα από Γερμανούς στρατιώτες στο Άουσβιτς.
Η έρευνά του αντιμετωπίζεται αρχικά από τους συναδέλφους του με χλευασμό, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται σοβαρά υπ΄όψη από αυτούς, καθώς αμφισβητούνται τόσο τα στοιχεία που καταφέρνει να συλλέξει, όσο και η ειλικρίνεια των καταθέσεων των επιζώντων.
Όλα αυτά σερβίρονται ώρες-ώρες με έναν ιδιαίτερα διδακτικό τρόπο, σαν να προσπαθεί ο σκηνοθέτης να μας κάνει μάθημα περί της άγνοιας του μέσου Γερμανού για το γεγονός ότι ο καλός τους δάσκαλος ή φούρναρης ήταν ένας χαρωπός συνεργάτης-βασανιστής των Ναζί, που τώρα ζει τη ζωή του σαν να μην τρέχει τίποτα.
Είναι όμως τέτοια η φύση της υπόθεσης που αυτό εμένα τουλάχιστον δεν με ενόχλησε ιδιαίτερα.
Έτσι συγχωρείται και το κάπως βαρύγδουπο και μη ιδιαίτερα λειτουργικό sub plot σχετικά με τον διαβόητο γιατρό του Άουσβιτς Μένγκελε και την εμπλοκή της Μοσάντ στην προσπάθεια σύλληψής του, καθώς και γραφικότητες του στυλ ένας μεθυσμένος και απηυδισμένος από τα συνεχή εμπόδια που του στήνουν Radmann, να γυρνάει τους δρόμους ρωτώντας τους περαστικούς εάν είναι Ναζί.
Σε αντίθεση πάντως με τους Gnielka και Bauer, ο Radmann δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, αλλά μάλλον ένα ποτ πουρί χαρακτήρων των διαφόρων και πολλών εισαγγελέων που ασχολήθηκαν τότε με την υπόθεση, φτιάχνοντας έτσι ένα ενδιαφέρον πορτραίτο του νεαρού και άμεμπτου κατήγορου, που δεν κάνει πίσω σε τίποτα και για κανέναν.
Η γερμανική υποψηφιότητα για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (δεν μπήκε στην πεντάδα ώστε να έχει την τιμή να ...χάσει από τον Γιο του Σαούλ) είναι τελικά και παρά τις όποιες αστοχίες και ευκολίες της, μια ενδιαφέρουσα ταινία σχετικά με την «αιώνια» αναζήτηση της αλήθειας , όσο δύσκολη και να είναι αυτή.
Στους κινηματογράφους από 11 Φεβρουαρίου.
Νίκος Παλάτος.