Τρεις έφηβοι υφίστανται ακραίο bullying και δυσκολεύονται να γίνουν αποδεκτοί.
Για να προστατευθούν, αποφασίζουν να αντεπιτεθούν και ενώσουν τις δυνάμεις του, σχηματίζοντας τους «Ήρωες του Κακού».
Δύο αγόρια, που μόλις έχουν αλλάξει σχολικό περιβάλλον, γίνονται θύματα σχολικού εκφοβισμού και βίας και εξευτελίζονται από τους συμμαθητές τους.
Ο Αρίτζ (Jorge Clemente) και ο Εστέμπαν (Emilio Palacios) ανακαλύπτουν μεταξύ τους πολλά κοινά: είναι αντικοινωνικοί, περιθωριακοί και με ανοιχτά «τραύματα»…
Στο δρόμο τους προς τα άκρα συναντούν και τη Σαρίτα (Beatriz Medina), ένα μοναχικό αγοροκόριτσο, με το οποίο συμπληρώνεται ένα τρίγωνο βίαιο, ερωτικό, παραβατικό…εκτός ορίων.
Ο σκηνοθέτης Zoe Berriatúa στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του μας συστήνει τους τρεις νεαρούς ήρωες του, που προσπαθούν να προστατεύσουν τους τρωτούς εαυτούς τους κάνοντας τα πάντα, ώστε να γίνουν άτρωτοι «ήρωες του κακού», με δυναμική κινηματογράφηση, τόλμη, αλλά και απειρία.
Η ματιά του όμως, είναι αρκετά οξυδερκής και φρέσκια.
Αποσπά εξαιρετικές αποδόσεις από τους ηθοποιούς του (ειδικά ο Jorge Clemente του Τελευταίου Ακροβάτη της Μαδρίτης είναι εξαιρετικός), ξετυλίγει αποτελεσματικά και ειλικρινά τις πολύπλοκες ψυχοσυνθέσεις των ηρώων του και δίνει στην ταινία ένα ρυθμό αρκετά σφιχτό.
Επηρεάζεται σαφώς από το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Κιούμπρικ, αλλά δεν το ξεπατικώνει.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε!
Ο ρόλος θύτη-θύματος είναι δυσδιάκριτος και μεταβλητός και από τη στιγμή που ανοίγει ένας παράλογος κύκλος βίας, δεν ξέρει κανείς, πού αυτός θα κλείσει και με ποιόν τρόπο.
Οι ήρωες της ταινίας πέφτουν στην παγίδα που οι ίδιοι έχουν στήσει στους βασανισμένους εαυτούς τους, χωρίς να το ξέρουν.
Κατά κάποιον τρόπο κάτι τέτοιο παθαίνει και ο ίδιος ο δημιουργός.
Τουλάχιστον στο πρώτο μέρος της ταινίας ο θεατής πιθανότατα να νιώσει αμήχανα.
Είναι κάπως ασαφές το «πού το πάει ο ποιητής» που λένε.
Οι καταστάσεις μοιάζουν να ξεφεύγουν από κάθε όριο ρεαλισμού και πειστικότητας συν του ότι δεν ξέρεις τι ακριβώς να νιώσεις/σκεφτείς για του πρωταγωνιστές.
Μένει κάπως μετέωρο το κομμάτι της ιδέας και της «ηθικής» που θέλει η ταινία να επικοινωνήσει.
Σε μερικά σημεία χάνεται και το τέμπο του ρυθμού και πέφτουν όλα σε μία δίνη, η οποία ίσως οφείλεται στην απειρία του σκηνοθέτη και στη δυσκολία του θέματος. Κάθε αρχή και δύσκολη.
Στο ανατρεπτικό και έντονο όμως φινάλε νοηματοδοτούνται πιο ξεκάθαρα τα πράγματα.
Γιώργος Κόνιαρης