Εξαιρετικό κοινωνικό δράμα, που φαινομενικά επικεντρώνεται στο μποξ, αλλά ξεφεύγει από όλα τα κλισέ του είδους, με αποτέλεσμα μια πραγματικά ενδιαφέρουσα παραγωγή.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από δύο εξίσου τραγικούς χαρακτήρες: Ο Gang Tae Shik είναι ένας σαραντάρης, πρώην ασημένιος νικητής της πυγμαχίας, που πλέον έχει ξεπέσει προσπαθώντας να βγάλει χρήματα στο δρόμο ως ανθρώπινος σάκος του μποξ για οργισμένους περαστικούς που θέλουν να ξεδώσουν (για δέκα δολάρια, κάθεται να τον χτυπούν 1 λεπτό οι άνδρες και 2 οι γυναίκες.).
Η γυναίκα του τον έχει διώξει από το σπίτι ενώ έχει αποξενωθεί και με τον γιο του.
Ο μόνος του φίλος είναι ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου που ενίοτε του δίνει φαγητό.
Ο Yoo Sang Hwan είναι ένας μικροεγκληματίας έφηβος, που καταλήγει στις φυλακές ανηλίκων όταν ληστεύει κάποιον.
Εκεί συνεχίζει τους καυγάδες, με αποτέλεσμα οι αρχές της φυλακής να τον υποχρεώσουν να ασχοληθεί με την πυγμαχία, ώστε να διοχετεύσει κάπου το θυμό του.
Οι κανόνες του σπορ το δυσκολεύουν αρκετά, ενώ την ψυχολογία του χειροτερεύει η είδηση του θανάτου του πατέρα του.
Τα υπόλοιπα, μέχρι την τελική μονομαχία των δύο θα σας αφήσω να τα παρακολουθήσετε μόνοι σας.
Σκηνοθέτης της ταινίας, ο Seung Wan Ryoo (του Veteran, μία από τις 5 Καλύτερες Ασιάτικες ταινίες του 2015), στην καλύτερη δουλειά του μέχρι αυτό το σημείο (2005).
Μεγάλο του κατόρθωμα, το ότι καταφέρνει στην συγκεκριμένη θεματολογία, να μην δημιουργήσει άλλη μια ταινία όπου απλώς το αουτσάιντερ θριαμβεύει.
Αντιθέτως μας μιλάει για δύο "χαμένους" της ζωής, οι οποίοι στην τελική σκηνή μάχονται ο ένας τον άλλον, έχοντας όμως κερδίσει και οι δύο, τη συμπάθεια του θεατή, αξίζοντας και οι δύο τη νίκη, με αποτέλεσμα να μην ξέρεις καθόλου ποιον να υποστηρίξεις.
Ακόμα ένα μεγάλο ατού του Crying Fist (Jumeogi unda ο Κορεάτικος τίτλος) είναι ο τρόπος που γυρίστηκαν οι σκηνές πυγμαχίας: Σε αντίθεση με την συνήθη τακτική, όπου ενδελεχές μοντάζ κάνει τους ηθοποιούς να δείχνουν επαγγελματίες, ο Ryoo χρησιμοποιεί μεγάλα σε διάρκεια πλάνα.
Χαρακτηριστικός είναι ο δεύτερος γύρος του τελικού ματς, ο οποίος απεικονίζεται χωρίς καθόλου μοντάζ, σε ένα πλάνο, με τις γροθιές να χτυπάνε πραγματικά.
Η σκηνή είναι τόσο εξουθενωτική για τους ηθοποιούς όσο φαίνεται στην οθόνη, με άκρως ρεαλιστικό αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών είναι πολύ καλές, με τον Min Sik Choi (I Saw the Devil) ως Gang Tae Shik και τον Seung Beom Ryu (New World) ως Yoo Sang Hwan.
Ο πρώτος είναι γνωστός μάστορας στην απόδοση ελαττωματικών χαρακτήρων και ο δεύτερος είναι εξαιρετικά πειστικός ως οξύθυμος αλήτης.
Γενικότερα το επιτελείο των ηθοποιών κάνει πολύ καλή δουλειά.
Συνοψίζοντας, έχουμε να κάνουμε με μια άκρως ψυχαγωγική και "εύπεπτη" ταινία, που βασίζεται στην απόδοση των πρωταγωνιστών, στον ρεαλισμό και σε μια γερή δόση μελοδράματος.
Λόγω αυτών των στοιχείων παρακολουθείται αρκετά εύκολα παρά την μεγάλη της διάρκεια (134 λεπτά).
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.