Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης είναι ο μόνος ίσως σκηνοθέτης του νέου ελληνικού κινηματογράφου ο οποίος αφενός κατέχει την τέχνη του σινεμά, αφετέρου έχει επαφή με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.
Έχει γυρίσει ταινία για τα «δύσκολα» θέματα των μεταναστών και της ομοφυλοφιλίας το 1998 (Από την άκρη της πόλης) με μια πολύ κοφτερή ματιά που έλειπε από την πλειονότητα των Ελλήνων συναδέλφων του.
Συνέχισε με την καλύτερη ταινία της καριέρας του, τον Δεκαπενταύγουστο του 2001 που είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων (πάρα) πολλών χρόνων.
Με τις επόμενες προσπάθειές του έδειξε στασιμότητα και ίσως ακόμα και οπισθοχώρηση (Όμηρος, Άνθρωπος στη Θάλασσα), κι έτσι με τη νέα του ταινία Το Ξύπνημα της Άνοιξης (εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο του Φρανκ Βέντεκιντ γραμμένο το 1890) προσπαθεί να γυρίσει στα καλά χρόνια της πρώτης φάσης της καριέρας του.
Δυστυχώς το πετυχαίνει μόνο θεματικά, καθώς Η Άκρη της Πόλης ναι μεν θα έρθει αμέσως στο μυαλό σε όποιον δει το νέο του φιλμ, από την άλλη όμως ουδεμία περαιτέρω σύγκριση μπορεί να γίνει.
Πέντε έφηβοι λοιπόν οδηγούνται στο ανακριτικό γραφείο της Αστυνομίας και ο καθένας διηγείται τα γεγονότα που τελικά τους οδήγησαν στη σύλληψη.
Καθώς ο καθένας δίνει τη δική του εκδοχή της ιστορίας, μέσω των συχνά αντικρουόμενων διηγήσεων, μαθαίνουμε με διαρκή φλάσμπακ, το πως αυτά τα πέντε παιδιά ήρθαν κοντά το ένα με το άλλο και κατέληξαν να συγκροτήσουν ένοπλη συμμορία.
Το πρόβλημα είναι πως το σενάριο της ταινίας είναι εντελώς ρηχό και αρκετά σχηματικό.
Σε κανένα σημείο δεν γνωρίζουμε τους χαρακτήρες σε βάθος, ούτε εξηγούνται πειστικά τα κίνητρα των ενεργειών τους.
Κάποια μόνο ψήγματα αιωρούνται, που έχουν να κάνουν με την έφηβη που ζει με την ανύπαντρη νεαρή μάνα της, ο πατέρας που αυτοκτόνησε, τα οικονομικά προβλήματα του εργολάβου που κινδυνεύει να χάσει τα πάντα εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, χωρίς όμως σε κανένα σημείο να δικαιολογείται η οργή των νεαρών συμμοριτών.
Η δε συμπεριφορά τους κατά την ανάκριση δεν μοιάζει και ιδιαίτερα αληθοφανής εδώ που τα λέμε, ενώ ούτε το εντελώς σχηματικό φινάλε (σχόλιο για την οικονομική κρίση του σήμερα;) βελτιώνει τα πράγματα.
Μέσα σε όλα αυτά και μια εκτός πραγματικότητας σκηνή (στη ληστεία της βίλας), καθώς είναι αδύνατο σε περιπολικό να επιβαίνει μόνο ένας αστυνομικός χωρίς συνοδηγό.
Οι συνεχείς «καμένες» πολαρόιντς που παρεμβάλλονται στο μοντάζ, έχουν μια ρετρό αίσθηση δεκαετίας '80 είναι η αλήθεια, αλλά μάλλον κινούνται στο πλαίσιο της θέλησης να υπάρξει μια κάπως «δημοσιογραφική» καταγραφή των γεγονότων.
Οι πέντε νεαροί και άγνωστοι (εκτός από τον Κώστα Νικούλι που έπαιξε στο περυσινό Xenia) ηθοποιοί, κάνουν συμπαθητική προσπάθεια, δεν βοηθιούνται όμως από όσα προανέφερα.
Ξεχωρίζει με άνεση η Δάφνη Ιωακειμίδου-Πατακιά, στο ρόλο της μαθήτριας που μπλέκει ερωτικά με τον αρχηγό της συμμορίας και η οποία έχει μία αν μη τι άλλο τολμηρή γυμνή σκηνή στο φιλμ.
Στους ρόλους των γονιών συναντάμε έμπειρους ηθοποιούς από το χώρο του θεάτρου κυρίως (Ράνια Σχίζα, Γιώργος Τσορτέκης, Γιούλη Τσαγκαράκη), οι οποίοι όμως έχουν περιορισμένο χρόνο συμμετοχής και δεν προλαβαίνουν να κάνουν αισθητή της παρουσία τους.
Ο Γιάνναρης ήθελε να γυρίσει ένα φιλμ για την παραβατικότητα των νέων, έχοντας στο μυαλό του το δικό του πρώτο δείγμα του 1998 αλλά και τις ταινίες εκείνης της περιόδου του Λάρι Κλαρκ, αφού εδώ είναι αρκετά πιο τολμηρός και «προκλητικός», αποτυγχάνει όμως να φτιάξει ένα φιλμ που θα μιλήσει στην καρδιά του θεατή, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Μπλέκει ιδεολογίες, ναρκωτικά, όπλα, εφηβικούς έρωτες, με ολίγην από ρατσισμό και ηθικό-οικονομική κρίση, χάνεται όμως μέσα σε όλα αυτά κι έτσι η κινηματογραφική επιστροφή του δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες.
Στους κινηματογράφους από 25 Φεβρουαρίου.
Νίκος Παλάτος.