Το FilmBoy Battle συνεχίζει τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των συντακτών, αυτή τη φορά του Παναγιώτη Κοτζαθανάση και της αφεντιάς μου, Κωνσταντίνου Χατζηπαπά.
Δεν έχω τις γνώσεις του Παναγιώτη γύρω από τον Ασιατικό κινηματογράφο συνολικά, αλλά ως φανατικός θεατής του Ασιατικού τρόμου, μπορώ να εκφέρω γνώμη για το συγκεκριμένο είδος.
Πριν έξι χρόνια λοιπόν, έγραψα μια σύντομη κριτική για το Thirst του Park Chan-wook, η οποία συνοψίζονταν στο εξής: Πολύ ώρα για να πεις λίγα.
Και ξαφνικά, ο Παναγιώτης γράφει για το Thirst ότι είναι ‘…ένα πραγματικό αριστούργημα’.
Αφού αναπτύξουμε τα επιχειρήματά μας, θα θέλαμε να πάρετε κι εσείς μέρος λέγοντας τη δική σας γνώμη στα σχόλια.
Πρώτα όμως η αναλυτική σύνοψη.
O Sang-hyeon (Song Kang-ho, The Good The Bad The Weird) είναι ένας χριστιανός κληρικός, τον οποίο σέβονται όλοι για την καλοσύνη και την πίστη του.
Τον ελεύθερο του χρόνου μάλιστα, τον περνάει στο νοσοκομείο της περιοχής, όπου προσφέρει καθοδήγηση και ευλογίες στους ασθενείς που το επιθυμούν.
Η ενασχόληση του αυτή όμως και η αναπόφευκτη συναναστροφή του με ασθενείς, οι οποίοι υποφέρουν και μερικές φορές πεθαίνουν, τον έχει φέρει αντιμέτωπο με την κατάθλιψη μιας και σε πολλές περιπτώσεις δεν διακρίνει καθόλου ελπίδα.
Αποφασίζει λοιπόν να βοηθήσει εθελοντικά μία ομάδα επιστημόνων, η οποία αναζητά εμβόλιο για μία ανίατη, θανατηφόρα ασθένεια που προέρχεται από τον ιό Emmanuel.
Κατά τη διάρκεια της δοκιμής του εμβολίου, ο Sang-hyeon προσβάλλεται από τον ιό και λίγο αργότερα οι γιατροί του κάνουν μετάγγιση αίματος.
Από εκείνο το σημείο και μετά ο ιός υποχωρεί και o Sang-hyeon αρχίζει να αποτελεί αντικείμενο λατρείας μιας και η περίπτωση του αντιμετωπίζεται ως θαύμα από τους πιστούς.
Άλλωστε είναι ο μόνος που επιζεί ανάμεσα σε 500 άτομα, τα οποία είχαν προσβληθεί από τον ιό.
Κόσμος αρχίζει να πηγαίνει στον θεραπευμένο κληρικό αναμένοντας ένα θαύμα.
Ανάμεσα σε αυτούς που τον επισκέπτονται είναι και ένας παιδικός του φίλος, ο Kang woo (Shin Ha-kyun, The Front Line), ο οποίος και λίγο αργότερα τον καλεί σπίτι του για ένα παιχνίδι Μah- jong.
Εκεί ο Kang woo μένει με τη γυναίκα του, την Tae ju (Kim Ok-bin, The Front Line), την οποία η οικογένεια έχει αναθρέψει από μικρή, όταν οι γονείς της πέθαναν και την υπερπροστατευτική προς τον γιο της και αυταρχική προς την νύφη της, μητέρα του, Lady Ra (Kim Hae-suk).
Αμέσως ο Sang Hyun νιώθει μία έλξη για την Tae ju, η οποία, όσο μεταμορφώνεται σε βρικόλακα, γίνεται και περισσότερο αμοιβαία.
Η έλξη του αυτή σε συνδυασμό με την ανάγκη του για ανθρώπινο αίμα θα οδηγήσει τον πρωταγωνιστή μακριά από την θρησκεία του, κατευθείαν στους δρόμους κάθε είδους αμαρτίας.
Κωνσταντίνος:
Από το 2003 και μετά το Oldboy, οι πόρτες της αμερικάνικης αγοράς για τον Park Chan-woon είναι ορθάνοιχτες, σε σημείο που πολύ περίμεναν τη μετάβαση του στο Hollywood τα επόμενα χρόνια.
Αντί γι’αυτό όμως ο Νοτιοκορεάτης δημιουργός συνεχίζει να σαρώνει ταμεία στη χώρα του και να παίρνει βραβεία στις Κάννες.
Όπως ακριβώς τότε, έτσι και με το Thirst πήρε πάλι το βραβείο κοινού και έχασε πάλι στο τσακ το Χρυσό Φοίνικα.
Οι ομοιότητες όμως σταματούν εδώ.
Το Thirst (Bakjwi, για όσους ξέρουν κορεάτικα) είναι πολύ διαφορετικό από το Oldboy ως προς τη θεματολογία του κατ’αρχας, αλλά και πιο ακραίο.
Το μόνο που δεν αλλάζει είναι η υψηλής ποιότητας παραγωγή που χαρακτηρίζει τις ταινίες του και που υπογραμμίζονται σε όλες τις κριτικές που διάβασα, και οι οποίες είναι στο σύνολο τους πολύ καλές.
Στο Thirst, o Park Chan-woon ξεσαλώνει με ακραίες σκηνές και παίζει με θέματα θρησκείας, αλλά παραδόξως το μόνο που κόπηκε από τους Νοτιοκορεάτες ήταν ένα poster (για την ακρίβεια δυο πόδια από το poster).
Έχοντας κερδίσει το τίτλο της εμπορικότερης ταινίας στη χώρα της αλλά και πολλά βραβεία (εκτός αυτό των Καννών) , όχι μόνο πήρε διανομή στην Αμερική από τη Focus Features για τις 31 Ιουλίου, όχι μόνο ξεκίνησε σε 4 αίθουσες και τρεις εβδομάδες μετά παίζεται ακόμα σε 15, αλλά πήρε και χρηματοδότηση από τη Universal, κάτι που γίνεται για πρώτη φορά για φιλμ της χώρας.
Στο τέλος θα μείνετε λιγότερο δυσαρεστημένοι που το είδατε από ότι θα πιστέψετε στη μέση της ταινίας, αν βέβαια αντέξετε 133 λεπτά με τόσο αργό ρυθμό.
Ναι, έχει εικόνες που ψιλοσοκάρουν και βγάζει τη γλώσσα σε θέματα της εκκλησίας.
Πολύ προσεγμένη παραγωγή, τεχνικά άρτια, ...αλλά πολύ ώρα για να πεις λίγα.
Παναγιώτης:
Από τις ταινίες που ήμουν ενθουσιασμένος που θα παρακολουθούσα, για τρεις λόγους: το θέμα της, για έναν Κορεάτη χριστιανό κληρικό, ο οποίος γίνεται βρυκόλακας και για τις παρουσίες του Chan Wook Park στην σκηνοθεσία και του Kang Ho Song στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Και οι προσδοκίες μου ευοδώθηκαν.
O Chan Wook Park περιστρέφει την ταινία γύρω από δύο αντικρουόμενους άξονες:
Το αίσθημα ενοχής των Καθολικών και την επιθυμία.
Και οι δύο αυτοί άξονες υλοποιούνται μέσω του Sang Hyun, ο οποίος διαθέτει αρκετή πίστη ώστε να αντιμετωπίσει το θάνατο για να υπηρετήσει την ανθρωπότητα, αλλά δε μπορεί να αντισταθεί στο πάθος του για την όμορφη, δυστυχισμένη κοπέλα.
Αδυνατεί να σταματήσει τους πιστούς, που θεωρούν τον βαμπιρισμό του ως ένα σημάδι της Θείας Χάρης και παράλληλα πνίγεται στην ενοχή έχοντας διαπράξει θανάσιμο αμάρτημα.
Όπως συνήθως, περιλαμβάνει στο φιλμ αρκετό μαύρο χιούμορ και μια γενικότερη αίσθηση ειρωνείας, όπως πχ στη σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής πίνει το αίμα ενός ασθενή του νοσοκομείου που βρίσκεται σε κώμα, στην τελευταία σκηνή της ταινίας κτλ.
Επίσης όπως συνήθως, διάχυτη είναι και η βία και το αίμα, ενώ υπάρχουν και αρκετές σκηνές σεξ αυτήν την φορά.
Όλα όμως αυτά τα στοιχεία συμπεριλαμβάνονται αρμονικά στην εξέλιξη της πλοκής και συνεισφέρουν σε αυτήν, δεν υπάρχουν απλώς για εντυπωσιασμό.
Εξαιρετική δουλειά, γενικότερα.
Ως Sang Hyun, ο Kang- ho Song, οποίος είναι, όπως συνήθως, εκπληκτικός. Αποδίδει άψογα την αίσθηση του εσωτερικού διχασμού του χαρακτήρα του, αλλά και μία υπολανθάνουσα τάση απειλής και βίας.
Ως Tae ju η πανέμορφη Ok Bin Kim, σε ανάλογη απόδοση με τον προαναφερθέντα.
Εντυπωσιάζει κυρίως ο τρόπος που μεταμορφώνεται από περίεργη χαζούλα σε μοιραία γυναίκα.
Η αλλαγή αυτή έρχεται σε αντίθεση με την ανάλογη του παπά, μιας και εμφανίζεται άκρως αμετανόητη και άσπλαχνη, χωρίς αισθήματα ενοχής.
Συνοψίζοντας, η ταινία έχει καταπληκτικό σενάριο και σκηνοθεσία, πολύ καλό επιτελείο ηθοποιών, προεξάρχοντος των δύο πρωταγωνιστών, όμορφα σκηνικά και ενίοτε εντυπωσιακή φωτογραφία.
Με λίγα λόγια ένα πραγματικό αριστούργημα.
Μόνη ένσταση, ότι είναι κάπως αργή και γενικότερα βαριά ταινία και δεν ενδείκνυται καθόλου χαλαρές προβολές.
Εσείς έχετε δει το Thirst;