Ο Jia Zhangke (Ακίνητες Ζωές, Αίσθηση Αμαρτίας), ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της «Έκτης Γενιάς» Κινέζων δημιουργών, ρίχνει ακόμα μία κριτική ματιά στην σύγχρονη κινέζικη κοινωνία και στον τρόπο που οι νέες συνθήκες επηρεάζουν τους ανθρώπους.
Το φιλμ (Shan he gu ren στα Κινέζικα) χωρίζεται σε τρία μέρη που λαμβάνουν χώρα το 1999, το 2014 και το 2025 αντίστοιχα.
Το πρώτο ξεκινά στην Φενιάνγκ την παραμονή της πρωτοχρονιάς, όπου δύο φίλοι, ο πλούσιος επιχειρηματίας Ζανγκ και ο φτωχός Λιανγκζί, που εργάζεται σε ορυχείο, είναι αμφότεροι ερωτευμένοι με μία τραγουδίστρια και δασκάλα χορού, την Τάο, η οποία ουσιαστικά είναι και το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας.
Τελικώς, και μετά από έναν έντονο καυγά, η Τάο διαλέγει τον Ζανγκ, με τον Λιανγκζί να φεύγει από την πόλη οργισμένος και με τους δύο.
Λίγο αργότερα, το ζευγάρι αποκτά έναν γιο, που ο Ζανγκ ονομάζει Dollar.
Στο δεύτερο μέρος, ο Λιανγκζί επιστρέφει στην Φενιάνγκ μετά από καιρό, όντας πλέον παντρεμένος με παιδιά αλλά κουβαλώντας και μια βαριά αρρώστια από τα χρόνια του στα ορυχεία.
Κάποια στιγμή μαθαίνει πως η Τάο έχει χωρίσει και πως ο Ζανγκ, ο οποίος στο μεταξύ έχει γίνει μεγιστάνας, έχει μετακομίσει στην Σανγκάη με την νέα του σύζυγο
Το 2025, η ιστορία μεταφέρεται στην Αυστραλία, όπου ο Dollar, φοιτητής πλέον, έχει χάσει κάθε επαφή με την κινέζικη κληρονομιά του και την Τάο.
Ο Jia Zhangke σκηνοθετεί ένα δράμα με θέμα την αποξένωση από την κουλτούρα και από την προσωπική ταυτότητα του καθενός εν μέσω της δυτικοποίησης της σύγχρονης Κίνας.
Χρησιμοποιώντας ως σκηνικό το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της χώρας, το οποίο αλλάζει συνεχώς, παρουσιάζει μια σειρά από γεγονότα στη ζωή των πρωταγωνιστών, συμπεριλαμβανομένων γάμων και διαζυγίων, αποχαιρετισμών και θανάτων, διαξιφισμών και επανενώσεων ενώ οι ίδιοι, όπως και ολόκληρη η γενιά στην οποία ανήκουν, προσπαθούν να διατηρήσουν την εθνική και πολιτιστική τους ταυτότητα, παρά την συνεχή πορεία προς την Δύση, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Ο συμβολισμός της ταινίας είναι προφανής.
Ο πλούσιος, μοντέρνος και κακομαθημένος Ζανγκ αντιπροσωπεύει τις νέες τάσεις που έρχονται από τη Δύση, ο φτωχός και τίμιος Λιανγκζί το παρελθόν που αποτυγχάνει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και αναγκάζεται να αποσυρθεί στο περιθώριο και η Τάο τον μέσο Κινέζο που ακροβατεί ανάμεσα στις δύο τάσεις, μην ξέροντας τι να διαλέξει.
Η ζωή της Τάο μετά την επιλογή του Ζανγκ δείχνει και την άποψη του σκηνοθέτη για την «άνευ όρων παράδοση» στον μοντερνισμό.
Παρά τον χωρισμό της ταινίας σε μέρη και την χρονική της έκταση που ξεπερνάει τα 35 χρόνια, πρόκειται ουσιαστικά για το πιο γραμμικό στην αφήγηση και γενικότερα το πιο εύκολο στην παρακολούθηση φιλμ της καριέρας του σκηνοθέτη και κατά πάσα πιθανότητα και το πιο προσωπικό.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως απευθύνεται στο μέσο θεατή, μιας και η έλλειψη δράσης, οι σχετικά σπάνιοι διάλογοι και ο διάχυτος ρεαλισμός έχουν ως αποτέλεσμα μια άκρως «καλλιτεχνική» παραγωγή, η οποία στοχεύει σε συγκεκριμένο κοινό.
Ένα από τα μεγαλύτερα ατού της παραγωγής αποτελεί η παρουσία της Zhao Tao, συζύγου και μούσας του Zhangke, η οποία παρουσιάζει με πειστικότητα και χάρη μια σειρά αντίθετων συναισθημάτων, όπως ευτυχία και θλίψη, οργή και στοργικότητα, καθώς μετατρέπεται, όπως κυλούν οι πράξεις του φιλμ, από πρόσχαρο κορίτσι σε συνειδητοποιημένη, και τελικά απογοητευμένη γυναίκα.
Η ποιότητά και η σημασία που έχει απόδοσή της στην ταινία, γίνεται περισσότερο αντιληπτή μέσω της απουσίας της στο τρίτο μέρος, το οποίο ποιοτικά είναι και το κατώτερο, γεγονός το οποίο σαφώς και εντείνει η για μία ακόμη φορά αποτυχημένη προσπάθεια Ασιατών να μιλήσουν σωστά αγγλικά, σε σημείο που δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επιμένουν.
Μοναδική άρτια σκηνή αυτού του κομματιού αποτελεί το εξαιρετικό φινάλε.
Το έτερο μεγάλο ατού της ταινίας είναι η φωτογραφία από τον μόνιμο σχεδόν συνεργάτη του Zhangke, Lik-wai, ο οποίος μάλιστα, σε μια πρωτότυπη τακτική, παρουσιάζει την κάθε πράξη σε διαφορετική ανάλυση, ξεκινώντας από το τετράγωνο 1:33 για το 1999, συνεχίζοντας στο 1:85 για το 2014 και καταλήγοντας στο ευρύ 2.35 στο 2025.
Ο ρεαλισμός του φιλμ αναμφίβολα χρωστάει πολλά στον συγκεκριμένο τομέα, όπως και η διάχυτη μελαγχολία που το διακατέχει και εντείνεται από τα μουντά χρώματα που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο διάστημα της διάρκειάς του.
Επιπλέον, η εναρκτήρια και η τελική σκηνή είναι αναμφίβολα τεχνικά αριστουργήματα.
Όπως προείπα, έχουμε να κάνουμε με μία άκρως «καλλιτεχνική» (ή κουλτουριάρικη αν θέλετε) ταινία, η οποία θα ικανοποιήσει στο μέγιστο τους οπαδούς του είδους, ενώ θεωρώ πως θα αρέσει αρκετά σε αυτούς που απόλαυσαν το «Ταξίδι στην Άλλη 'Όχθη».
Στις αίθουσες από 17 Μαρτίου.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.