Στην Σκωτία των αρχών του 20ου αιώνα, η Chris (Agyness Deyn, Hail Caesar) έφηβη κόρη μιας αγροτικής οικογένειας που ζει υπό την καταπίεση ενός βάναυσου πατέρα (Peter Mullan, Welcome to the Punch), ονειρεύεται να γίνει δασκάλα.
Ενώ όμως η αγάπη της για τη γη κερδίζει έναντι των γραμμάτων, το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου απειλεί το γάμο της αλλά και τον γενικότερο τρόπο ζωής της.
To Sunset Song είναι ένα κλασσικό μυθιστόρημα του Lewis Grassic Gibbon γραμμένο το 1932, που εξιστορεί με ιδιαίτερη λεπτομέρεια τη ζωή στη σκωτσέζικη επαρχία των αρχών του περασμένου αιώνα.
Η μεταφορά του στον κινηματογράφο ήταν έργο ζωής για τον σκηνοθέτη Terence Davies, ο οποίος κατάφερε τελικά να πραγματοποιήσει το όνειρο του.
Φτιάχνει ένα κάπως μεγάλο σε διάρκεια και αργό φιλμ που μπορεί να κουράσει σε κάποιες στιγμές, είναι όμως πανέμορφο, ειλικρινές και έχει την ηθοποιό και μοντέλο Agyness Deyn στον πρωταγωνιστικό ρόλο να κάνει επίδειξη ερμηνευτικής δύναμης.
Η ζωή της νεαρής Chris απέχει από τo να χαρακτηριστεί ευτυχισμένη.
Βλέπει καθημερινά τον πατέρα της να χτυπάει σαδιστικά με ζωνάρι τον αδελφό της και τη μητέρα της να έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα μετά τη γέννηση των δίδυμων μωρών τα οποία δεν επιθυμούσε ιδιαίτερα.
Εγκαταλείπει το όνειρο της για σπουδές για να φροντίσει το κτήμα της, με μόνη αχτίδα φωτός τον γείτονά της Ewan (Kevin Guthrie) με τον οποίο ζει έναν παθιασμένο έρωτα.
Ο επερχόμενος όμως πόλεμος δεν βοηθάει ούτε προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η Deyn είναι καταπληκτική και πείθει απόλυτα τόσο σαν έφηβη μαθήτρια όσο και σαν ενήλικη σύζυγος, ενώ ισορροπεί έξοχα ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη σκληρότητα όπου αυτή χρειάζεται, δίνοντας μια ερμηνεία άξια βραβείων.
O Davies, ο οποίος τόσο στο προηγούμενο του φιλμ Deep Blue Sea όσο και γενικότερα στην καριέρα του έχει δείξει ότι γοητεύεται από τη νοσταλγία της Βρετανίας του παρελθόντος εδώ, είναι εντελώς στο στοιχείο του.
Έχει την τύχη να έχει για διευθυντή φωτογραφίας τον Micheal McDonough, ο οποίος είναι σε μεγάλη φόρμα και ντύνει την ταινία με έξοχες εικόνες από τοπία, χωράφια με σιτάρι και βροχερές νύχτες, πετυχαίνοντας ένα αισθητικά άρτιο αποτέλεσμα.
Δίνει ένα λεπτομερέστατο πορτρέτο της αγροτικής λιτής ζωής της εποχής και καταφέρνει χωρίς να δείξει ούτε μισή σκηνή μάχης, να κάνει ένα πολύ προσεκτικό και απόλυτα εύστοχο σχόλιο για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (και τους πολέμους εν γένει ίσως) και τις πολιτικές της περιόδου εκείνης.
Έχει και μια αύρα από το κλασικό Far from the Madding Crowd σε ό,τι έχει να κάνει με τη θέση της γυναίκας στα τέλη του 19ου αιώνα-αρχές 20ου, με τον σπάνιο δυναμισμό κάποιων εξ΄αυτών που τις έκανε να μοιάζουν τουλάχιστον παράξενες στα μάτια των υπολοίπων.
Η μεγάλη διάρκεια όμως της ταινίας και το πάθος του Davies για πλήρη καταγραφή της κάθε λεπτομέρειας (γάμος, κηδεία, καλλιέργεια κτλ) κάποιες στιγμές κουράζει αφού εύλογα χάνει σε ρυθμό.
Όμως τελικά το Sunset Song είναι περισσότερο μια νίκη, αφού τα προτερήματα του φιλμ υπερέχουν αισθητά των όποιων αστοχιών.
Στους κινηματογράφους από 10 Μαρτίου.
Νίκος Παλάτος.