Σε μια πόλη υπό κατάρρευση, πέντε ετερόκλητοι χαρακτήρες μαζεύονται σ' ένα σπίτι όπου ο άνθρωπος που τους συνδέει, έχει πεθάνει.
Παγιδευμένοι στο μικρόκοσμό τους και στις διαφορές του, δεν μπορούν να αποφασίσουν για τον τρόπο της ταφής του.
Ο καύσωνας δυσχεραίνει την κατάσταση, απωθημένα και προσωπικές διαφορές βγαίνουν στην επιφάνεια και πρόσωπα και προσωπεία πέφτουν.
Οι συγκρούσεις είναι συνεχείς και τα πέντε αυτά αντιπροσωπευτικά δείγματα τη νεοελληνικής κοινωνίας, πασχίζουν να επιβιώσουν, να ζήσουν να διατηρήσουν όλα όσα είναι έτοιμα να…πεθάνουν.
Ο Στράτος Τζίτζης στην 4η μεγάλου μήκους ταινία του (τελευταία του ήταν τα «45 Τετραγωνικά», 2010) μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την προ διετίας επιτυχημένη του θεατρική μαύρη κωμωδία.
Η συντηρητική μεσήλικη αδερφή του θανόντος (Ιωάννα Μαυρέα), ο αναρχικός γιος (Γιώργος Χρανιώτης), ο βολεμένος, διακεκριμένος κοινωνιολόγος και προστάτης «μειονοτήτων» (Νίκος Γεωργάκης), η πλούσια, έγκυος σύζυγός του (Γωγώ Μπρέμπου) και η Ουκρανή σέξι ερωμένη-«χήρα» (Βασιλική Τρουφάκου) αποτελούν τους ήρωές του, μέσα από τους ο οποίους ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος απλώνει τη διεισδυτική, σκωπτική ματιά του προς τη νεοελληνική κοινωνία των μολότοφ, του συντηρητισμού, της υποκρισίας, της βίας, των φασιστών και των ασφυκτικών οικογενειακών δεσμών.
Στην ουσία όλη η ταινία διαδραματίζεται μέσα σε ένα τυπικό, αθηναϊκό σπίτι και αυτό μεν υπηρετεί την «κλειστοφοβική» -την πιεστική θα έλεγα- ατμόσφαιρα, αλλά προϋποθέτει βαθιά μαεστρία σε σενάριο και σκηνοθεσία, ώστε να κρατηθεί μέχρι το τέλος, χωρίς απώλειες.
Ο Τζίτζης διαθέτει αρκετά καλά στοιχεία και δεξιότητες, για να το καταφέρει αλλά μόνο εν μέρει.
Σε αρκετά σημεία η ροή και το ενδιαφέρον κάνουν «κοιλιά», ενώ κάποιες στιγμές οι ερμηνείες είναι αμήχανες.
Η Γωγώ Μπρέμπου και ο Γ. Χρανιώτης ξεχωρίζουν κάπως περισσότερο από το υπόλοιπο καστ.
Το βασικό στόρι είναι άκρως ενδιαφέρον, όμως η διαχείριση της τρομοκρατικής ατμόσφαιρας της πόλης είναι κάπως σχηματική.
Σε γενικές γραμμές η ταινία κινείται σε ικανοποιητικά γρήγορο τέμπο και οι ευφυείς ατάκες και σχόλια κάνουν το θεατή να γελάσει, αλλά και να προβληματιστεί και ίσως να προχωρήσει σε μία ενδοσκόπηση.
Οι κατά πρόσωπο μονόλογοι συνήθως είναι καλογραμμένοι, αλλά δεν προσφέρουν κάτι πραγματικά καινούριο στον κάθε ήρωα.
Δηλαδή δεν μας λένε κάτι που ήδη δεν έχει ειπωθεί από την εξέλιξη της ιστορίας και τη συμπεριφορά των ηρώων μέσα σε αυτήν, οπότε ρίχνουν λίγο και το ρυθμό του συνόλου.
Στους κινηματογράφους από 3 Μαρτίου.
Γιώργος Κόνιαρης.