Άλλοι τον ονόμασαν «Βασιλιά του Cult», άλλοι πάλι «Πάπα του Ποπ Κινηματογράφου» και άλλοι απλώς «Δάσκαλο».
Όπως και να ‘χει, ο Roger Corman είναι ένας και μοναδικός.
O Roger William Corman γεννήθηκε στις 5 Απριλίου του 1926 στο Detroit του Michigan από πατέρα μηχανικό και μητέρα ένθερμη καθολική, της οποίας το θρήσκευμα ακολούθησαν και ο ίδιος και ο αδερφός του, Eugene Harold “Gene”.
Αργότερα οι δυο τους συνεργάστηκαν στην παραγωγή ορισμένων ταινιών, μεταξύ αυτών τα I Mobster και The Intruder.
Αρχικά ο Roger ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του, σπουδάζοντας μηχανική παραγωγής στο Πανεπιστήμιο του Stanford, όπου παράλληλα πρωτογνωρίζει την έβδομη τέχνη.
Φοιτητής ακόμα, κατατάσσεται σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επιστρέφει στο Stanford και παίρνει το πτυχίο του το 1947.
Λίγες μόνο μέρες μετά την πρόσληψή του από την U. S. Electrical Motors στο Los Angeles, το 1948, δηλώνει παραίτηση, λέγοντας στο αφεντικό του: «Έχω κάνει ένα τρομερό λάθος».
Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, είχε απόλυτο δίκιο.
Η πρώτη του δουλειά στο χώρο του κινηματογράφου, τον θέλει αγγελιαφόρο της αλληλογραφίας της 20th Century Fox, όπου γρήγορα εξελίσσεται σε αναλυτή σεναρίων.
Μετά από μία σύντομη φοίτηση στο τμήμα Αγγλικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο Corman επιστρέφει στις Η. Π. Α., με σκοπό να γίνει σεναριογράφος/παραγωγός.
Μετά από δύο απογοητεύσεις όμως, που του έδωσε ο άδικος και καταπιεστικός μικρόκοσμος των μεγάλων στούντιο, αποφασίζει να χαράξει τη δική του πορεία.
Το 1950 κυκλοφορεί το γουέστερν The Gunfighter του Henry King, με το όνομα του Corman να μην αναγράφεται στους τίτλους, παρά τη σημαντική συμβολή του στο σενάριο της ταινίας.
To 1954 καταφέρνει να πουλήσει ένα δικό του σενάριο, με τον τίτλο The House in the Sea.
Τελικά ο τίτλος αλλάζει σε Highway Dragnet και ο ίδιος διαπιστώνει έκπληκτος την απουσία του πραγματικού οράματός του στην τελική εκδοχή του φιλμ.
Εισπράττει την αμοιβή του και αμέσως θέτει εαυτόν εκτός στούντιο και γυρίζει το Monster from the Ocean Floor (1954).
Με την επόμενη ταινία του, The Fast and the Furious (1955), πετυχαίνει πολλαπλή συμφωνία με τη νεοφώτιστη εταιρία American Releasing Corporation (ARC).
Σύντομα μετονομάζεται σε American International Pictures και με τον Corman ως «δυνατό χαρτί», φτάνει να γίνει αργότερα ένα από τα πλέον επιτυχημένα ανεξάρτητα στούντιο στην ιστορία του κινηματογράφου.
Εν έτει 1955 ο μετέπειτα «Βασιλιάς του Cult» παίρνει το βάπτισμα του πυρός, σκηνοθετώντας το Five Guns West.
Στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια σκηνοθετεί συνολικά 53 ταινίες, κυρίως για την AIP.
Εξελίσσεται μετά σε μαιτρ γρήγορων και φθηνών παραγωγών, υπογράφοντας ποικίλες ταινίες ως σκηνοθέτης και/ή παραγωγός σχεδόν κάθε χρόνο.
Μεταξύ 1957-’58 πρόλαβε να παρουσιάσει 18 ταινίες, ενώ μία από τις κορυφαίες του στιγμές, με τίτλο The Little Shop of Horrors (1960), γυρίζεται μέσα σε δυόμιση μόνο μέρες, σημειώνοντας παγκόσμιο ρεκόρ.
Πέραν της παραγωγής και της σκηνοθεσίας ταινιών για λογαριασμό της AIP, ο Corman προχώρησε και στην εν μέρει χρηματοδότηση low-budget ταινιών, που ανήκαν σε άλλες κινηματογραφικές εταιρίες.
Το 1959 ιδρύει την Filmgroup με τον αδελφό του Gene.
Η εταιρία τους χρηματοδοτεί και διανέμει ασπρόμαυρες ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, που παίζονταν σε διπλή προβολή μικρών και drive-in αιθουσών.
Λόγω του χαμηλού κέρδους, όμως, η Filmgroup γρήγορα παύει τη λειτουργία της (1962) και τότε ο ίδιος επιστρέφει στην AIP.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Corman ξεκινάει να αναλαμβάνει πιο φιλόδοξα σχέδια και χτίζει σιγά-σιγά ένα όνομα σεβαστό από κοινό και κριτικούς, ενώ οι ταινίες σημειώνουν και εισπρακτική επιτυχία.
Αρκετές από αυτές επικεντρώθηκαν σε διασκευές διηγημάτων του Edgar Allan Poe και πρωταγωνιστούσε ο Vincent Price.
Το 1962, η μοναδική εμπορική του αποτυχία με τον τίτλο The Intruder φτάνει ως το Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου και βραβεύεται μετά τις διθυραμβικές κριτικές που αποσπά.
Το «πάθημα» αυτό τον κάνει περισσότερο εσωστρεφή και υπαινικτικό στην έκφραση των ιδεών του και των κοινωνικοπολιτικών θέσεών του στη φιλμογραφία του.
Παρ’ όλα αυτά δεν βάζει νερό στο κρασί του και τα μηνύματά του, αν και κρυμμένα, αρχίζουν να γίνονται πιο ριζοσπαστικά και αιχμηρά κι έτσι η AIP επιβάλει το δικό της τελικό μοντάζ εν αγνοία του.
Συνεπώς ο Corman αποχωρεί από την εταιρία κι εγκαταλείπει τη σκηνοθεσία.
Το 1969 αρνείται να σκηνοθετήσει το Easy Rider κι εστιάζει τη δράση του στην παραγωγή και στη διανομή ταινιών μέσα από τη νεοσυσταθείσα εταιρία του, New World Pictures.
Μεγάλη δημιουργοί του art κινηματογράφου απ’ όλο τον κόσμο (όπως ο Ingmar Bergman, o Akira Kurosawa και o Fellini) έβρισκαν διανομή στις αμερικανικές αίθουσες μέσω της NWP.
Στη δεκαετία του 1980, όμως, προβαίνει σε πώληση της εταιρίας του και συνεχίζει να εργάζεται σε τρίτους.
Πίσω από την κάμερα περνά πάλι το 1990 –για μία και μόνη φορά- οπότε σκηνοθετεί το Frankenstein Unbound.
Έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερες από 50 ταινίες, ο Roger Corman αποτελεί έναν από τους πλέον αναγνωρισμένους και καταξιωμένους παραγωγούς στην ιστορία του σινεμά.
Ως σκηνοθέτης έχει χαρίσει στο σινεφίλ κοινό μερικά από τα πιο κλασικά, αριστουργηματικά cult και b-movies.
Αλλά και το προσωνύμιο του «Δασκάλου» και του «Μέντορα» δεν είναι τυχαία.
Στα χέρια του «μεγάλωσαν» καλλιτεχνικά οι Francis F. Coppola, Martin Scorsese, Ron Howard, Peter Bogdanovich, Joe Dante, James Cameron, Jack Nicholson, Jonathan Demme, Peter Fonda, Bruce Dern, Robert De Niro, David Carradine, κ. ά.
Ορισμένοι από αυτούς τον έχουν καλέσει, να κάνει και σύντομες cameo εμφανίσεις σε ταινίες τους, όπως ο Coppola στο The Godfather II, ο Demme στο The Silence of the Lambs και ο Ron Howard στο Apollo 13.
Το εύρος και η αξία της επιρροής που άσκησε στο σύγχρονο κινηματογράφο, οδήγησαν την ΑMPAS στην απόφαση να του απονείμει ένα Τιμητικό Όσκαρ Επιτεύγματος το 2009.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, πως το έργο του είχε σχεδόν αμέσως αναγνωριστεί στην Ευρώπη και το 1964 η Γαλλική Ταινιοθήκη διοργάνωσε ρετροσπεκτίβα αφιερωμένη σε εκείνον, καθιστώντας τον έτσι το νεότερο σκηνοθέτη που τυγχάνει της τιμής αυτής.
Ενώ ακολούθησαν ανάλογες κινήσεις από το Βρετανικό Ινστιτούτο Κιν/φου και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.
Το 1998 βραβεύτηκε στις Κάννες, το 2006 τού απονεμήθηκε το βραβείο David O. Selznick από την Ένωση Παραγωγών των Η. Π. Α. και την ίδια χρονιά συγκαταλέχθηκε η ταινία του The Fall of the House of Usher στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, μια ταινία που θα δούμε σε 2 προβολές στις ΝΥΧΤΕΣ ΤΡΟΜΟΥ 2016.
Ο ίδιος είχε κάποτε δηλώσει:
«Ποτέ δεν έχω κάνει την ταινία που ήθελα. Ανεξάρτητα απ’ το τι συνέβαινε, ποτέ δεν βγήκε ακριβώς αυτό που ήλπιζα».
Κι αναρωτιέται κανείς… Αν είχε καταφέρει αυτό που πραγματικά «ήλπιζε», τι άλλο θα είχε καταφέρει;
Γιώργος Κόνιαρης.