Ο δούκας του Greystoke καλείται να επιστρέψει στη ζούγκλα του Κονγκό και να γίνει ξανά ο περιβόητος Ταρζάν (Alexander Skarsgard, Zoolander 2), ώστε να ελέγξει από κοντά τα σκοτεινά σχέδια των αποικιστών.
Εφόσον έχει πια εγκλιματιστεί στον «πολιτισμένο» κόσμο του Λονδίνου και ζει μία προνομιούχα ζωή πλάι στην αγαπημένη του Τζέιν (Margot Robbie, Γαλλική Σουίτα), ο παντοδύναμος ήρωας αρχικά αρνείται να αναλάβει την αποστολή αυτή.
Φυσικά γρήγορα θα μεταπεισθεί και θα τον ακολουθήσει και η πιστή του σύντροφος.
Εκεί στα αφιλόξενα εδάφη της Αφρικής, θα έρθουν πάλι κοντά στην πρωτόγονη ζωή, στους αγνούς ανθρώπους και στην πυκνή βλάστηση, που όλο κινδύνους κρύβει.
Ο απεσταλμένος του βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδου Β’, Λίον Ρομ (Christoph Waltz, Spectre) ηγείται ενός πολυπληθούς στρατού, ο οποίος ετοιμάζεται να κατασφάξει τους ιθαγενείς και να εκμεταλλευτεί τον ορυκτό τους πλούτο και όχι μόνο.
Μόνο του εμπόδιο συναντά τον ζωώδη Ταρζάν, που γρήγορα θα περάσει πάλι στην αντίπερα όχθη του εαυτού του, για να υπερασπιστεί όλες τις αξίες του κόσμου του.
Συγκριτικά με τις προγενέστερες κινηματογραφικές μεταφορές των κλασικών ιστοριών του Edgar Rice Burroughs, η σύγχρονη αυτή εκδοχή – σκηνοθετημένη με επαγγελματισμό από το Βρετανό David Yates (Harry Potter and the Deathly Hallows: Part 1 και Part 2) ακολουθεί ορισμένα πιο «ρεαλιστικά» μονοπάτια – όσο είναι αυτό δυνατό βέβαια, σε έναν ούτως ή άλλως απίστευτο μύθο.
Έστω κι επιφανειακά ασκεί κριτική απέναντι στις απάνθρωπες τακτικές των αποικιστικών λαών (αλλά εστιάζει περισσότερο τα βέλη της ενάντια στους Βέλγους και μόνο σε μία ατάκα αναφέρεται η σφαγή των Ινδιάνων από τους «Αμερικανούς») και προσπαθεί να φωτίσει τα ψυχολογικά προφίλ των χαρακτήρων της.
Μόνο που αυτό ενίοτε γίνεται άγαρμπα και χωρίς να ολοκληρώνεται, μέσα από μακροσκελή και χλιαρά flash back.
Το ικανότατο καστ δείχνει να διασκεδάζει αυτό που κάνει και όλοι τους καταφέρνουν να παρουσιάσουν ικανοποιητικές επιδόσεις, με τον Waltz να ξεχωρίζει για άλλη μία φορά, στον κατά τα άλλα τυποποιημένο, όμως, ρόλο του βασικού κακού/ανταγωνιστή του ήρωα.
Τα εφέ είναι βέβαια εντυπωσιακά και η τελική μάχη προσφέρει χορταστικό κινηματογραφικό θέαμα, αλλά και έναν ενδιαφέροντα συμβολισμό (με τα μανιασμένα ζώα να διαπερνούν τα κτίσματα του «πολιτισμού» και της προόδου).
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με μερικές επιτυχημένες πινελιές αυτοσαρκασμού και χιούμορ, καθιστούν το όλο εγχείρημα ξεχωριστό σε σχέση με τους προκατόχους του.
Οι παραφωνίες, όμως, δεν λείπουν και μάλιστα αφαιρούν ένα μεγάλο κομμάτι απ’ όσα προσπαθεί η ταινία να επιτύχει.
Τα κλισέ με την υπερβολική χρήση βαρετής μουσικής βρίθουν, οι υπερβολές στο σενάριο και στην ανάπτυξη του Ταρζάν ανά διαστήματα κουράζουν και η αφέλεια που καταπνίγει αρκετές σκηνές οδηγούν την αναποφάσιστη –ούτως ή άλλως- ταινία σε ρηχά νερά και αδιέξοδα.
Αν ανυπομονείτε να ακούσετε τη θρυλική ιαχή του Ταρζάν, που συντρόφευε τα παιδικά σας χρόνια, τότε θα περιμένετε πολύ…και θα σας ακουστεί αδιάφορη…
Στους κινηματογράφους από 7 Ιουλίου.
Γιώργος Κόνιαρης.