Πρόκειται για μία από τις τελευταίες παραγωγές του Koji Wakamatsu, θρύλου του pinku eiga και του ιαπωνικού κινηματογράφου γενικότερα, ο οποίος πέθανε δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία της.
To σενάριο, το οποίο είναι ελαφρώς βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Edokawa Rampo, του 1929, του οποίου η ανατύπωση απαγορεύτηκε το 1939, έχει ως εξής:
Στα τέλη του 1930, λίγο πριν το τέλος του Σινοϊαπωνικού πολέμου και την αρχή του Β' Παγκοσμίου, επιστρέφει στο σπίτι του ο υπολοχαγός Kyuzo Kurokawa, έχοντας ακρωτηριασμένα και τα τέσσερα άκρα του, έχοντας χάσει την ακοή του και με εκτεταμένα εγκαύματα στην δεξιά πλευρά του κεφαλιού του.
Για την προσφορά του όμως στην πατρίδα έχει κερδίσει 3 παράσημα και τον τίτλο του "του Θεού του πολέμου".
Οι συγγενείς του μένουν αποσβωλομένοι από την εικόνα που παρουσιάζει η κατάστασή του, αλλά, σε μεγάλο βαθμό υποκριτικά, προσπαθούν να πείσουν την σύζυγο του, Shigeko, πως είναι τιμή της που θα φροντίζει έναν ήρωα πολέμου.
Εκείνη ξεπερνάει το αρχικό σοκ της, όταν σιγά σιγά αρχίζει να επικοινωνεί με τον σύζυγό της, αλλά αυτό δεν κρατάει για πολύ, επειδή γρήγορα συνειδητοποιεί πως εκτός από όλες τις δουλειές του σπιτιού, την δουλειά στο χωράφι, πρέπει να ικανοποιεί και όλες τις βιολογικές ανάγκες του συζύγου της,οι οποίες περιλαμβάνουν και τις σεξουαλικές του ορέξεις (ολοφάνερη προσφορά του Wakamatsu στο σενάριο).
Η μόνη κοινωνική δραστηριότητα του ζευγαριού είναι όταν ο ανάπηρος Kyuzo, πάντα με την παρασημοφορεμένη του στολή, παρίσταται σε γιορτές ή όταν η Shigeko τον βγάζει βόλτα μέσα σε ένα καρότσι, θεωρητικά για να ανεβάσει το ηθικό των κατοίκων του χωριού, αλλά και ως τιμωρία κατά κάποιον τρόπο, για τα βάσανα που της έχει προκαλέσει, πράγμα που γίνεται αντιληπτό από ένα σημείο και μετά, μιας και εκείνος δεν θέλει καθόλου να βγαίνει από το σπίτι.
Η κατάσταση χειροτερεύει όταν κάποια στιγμή εκείνος αρχίζει να βασανίζεται από τα εγκλήματα που διέπραξε κατά την διάρκεια του πολέμου και κυρίως τον βιασμό μίας Κινέζας, ενώ και εκείνη, όπως είναι φυσιολογικό, βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
Εκτός από δράμα, το Caterpillar (Kyatapira ο Ιαπωνικός τίτλος) είναι και ένα πολιτικό σχόλιο για την Ιαπωνία της εποχής, μιας και βλέπουμε στη διάρκεια της ταινίας, την έκταση της προπαγάνδας της χώρας στους πολίτες, οι οποίοι ακόμα και με το θάνατο τους θεωρούν πως κάνουν το χρέος τους προς την πατρίδα και τον αυτοκράτορα.
Χαρακτηριστικό πως δεν δυσανασχετεί κανένας, όταν κατά τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου και ενώ η Ιαπωνία έχανε τον πόλεμο, γίνεται επιστράτευση ακόμα και των νέων κάτω των 20 αλλά και ενός γέρου του χωριού, ο οποίος ήταν ήδη βετεράνος του προηγούμενου πολέμου αφήνοντας ουσιαστικά την περιοχή χωρίς άντρες, πέρα από έναν τρελό, τον ανάπηρο Kyuzo και τον άρρωστο αδερφό του.
Επίσης την ίδια περίοδο και ενώ η χώρα βαδίζει από ήττα σε ήττα, το ράδιο βομβαρδίζει τους πολίτες με ψευδείς ειδήσεις για μεγάλες νίκες, αποκρύπτωντας με αισχρό τρόπο την αλήθεια.
Σκηνοθέτης της ταινίας, όπως προείπαμε, o Koji Wakamatsu, ο οποίος κάνει πάρα πολύ καλή δουλειά, προσαρμόζοντας την ιστορία του Rampo στα γεγονότα του Β' Παγκοσμίου (το πρωτότυπο διαδραματιζόταν στον νικηφόρο για τους Ιάπωνες Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο) και κρατώντας μια πολύ λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο κοινωνικό δράμα, την σάτιρα και το πολιτικό σχόλιο μέσω αληθινών εικόνων από τον πόλεμο, χωρίς όμως να ξεχνάει να χρησιμοποιήσει, τις αγαπημένες του, ακραίες σκηνές βίας και ερωτισμού.
Ως Shigeko Kurokawa η εκπληκτική Shinobu Terajima, η οποία από μόνη της αποτελεί έναν από τους λόγους για να δει κάποιος την ταινία.
Εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα από τους τρόπο που αποδίδει όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Λύπη, χαρά, οργή, κατάθλιψη, περηφάνια, ντροπή, σε άκρως ρεαλιστική και πειστική απόδοση.
Δεν είναι τυχαίο ότι έλαβε βραβεία από τρία διαφορετικά διεθνή φεστιβάλ.
Ως Kyuzo Kurokawa o Shima Onishi, σε έναν ρόλο, ο οποίος είναι δύσκολο να κριθεί, μιας και δεν μιλάει καθόλου.
Είναι κι αυτός πολύ πειστικός πάντως, παίζοντας έναν πραγματικά τραγικό χαρακτήρα.
Άκρως αξιοσημείωτο για όλους όσους δούλεψαν στην ταινία είναι πως η κάθε σκηνή γυρίστηκε χωρίς καθόλου πρόβες, με μία μόνο λήψη, με τον κάμεραμαν να μετακινείται γύρω από τους ηθοποιούς, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τα γυρίσματα του Caterpillar να διαρκέσουν μόλις 12 ημέρες.
Είναι και ο παραπάνω ένας από τους λόγους που αξίζει να δει κανείς το Caterpillar, μαζί με την ευκαιρία να γνωρίσει τον Wakamatsu (αν δεν τον γνωρίζει ήδη) και την Terajima.
Είναι πάντως «δύσκολη» ταινία λόγω της αργής εξέλιξης και κάποιων έντονων, το λιγότερο, σκηνών, οπότε προσέλθετε με δικιά σας ευθύνη.
Παναγιώτης Κοτζαθανάσης.