Θέλει σίγουρα θάρρος να αποφασίσεις να γυρίσεις το remake μιας ταινίας που έχει κερδίσει 11 βραβεία Όσκαρ (κατέχοντας μάλιστα το σχετικό ρεκόρ μέχρι να ισοφαριστεί το από τον Τιτανικό) και η οποία ήταν στην εποχή της η δεύτερη πιο εμπορική ταινία όλων των εποχών (πίσω μόνο από το Όσα Παίρνει ο Άνεμος).
Τι μπορεί να προσδοκάς από ένα τέτοιο εγχείρημα;
Να κάνεις μια ταινία πιο εντυπωσιακή (μέσω του 3D), πιο γρήγορη και με συνεχή δράση για να είναι πιο “προσβάσιμη” από τη γενιά των θεατών των εμπορικών ταινιών των multiplex;
Η διάρκειας τρισείμιση ωρών ταινία του 1959 (που κι αυτή… remake ήταν μιας και είχε προηγηθεί η βουβή ταινία του 1925) ήταν ο ορισμός του επικού Hollywood και των μεγάλων στούντιο.
Είχε για σκηνοθέτη τον σπουδαίο William Wyler (o οποίος έχει γυρίσει μεταξύ άλλων το Roman Holiday και το The Best Years of our Lives), για πρωταγωνιστή τον Charlton Heston στο απόγειο της δόξας του ο οποίος πέτυχε μια ερμηνεία που όρισε την καριέρα του, και έμεινε στην ιστορία για την περίφημη σκηνή της αρματοδρομίας, η οποία θεωρείται από πολλούς πως είναι μια από αυτές που έβαλαν τις βάσεις του action cinema (μαζί με την αεροπλανική καταδίωξη του North by Northwest του Χίτσκοκ της ίδιας χρονιάς και της αυτοκινητικής του Bullitt λίγα χρόνια αργότερα).
Για να κοντράρεις οπότε όλα αυτά, τι κάνεις;
Παίρνεις για σκηνοθέτη κάποιον Timur Bekmambetov (με αμέσως προηγούμενη ταινία το Abraham Lincoln : Vampire Hunter) και για πρωταγωνιστή τον Jack Huston (εγγονό του τεράστιου σκηνοθέτη John Huston) που ανεξαρτήτως του όποιου ταλέντου, μόνο σταρ δεν τον λες.
Διπλό αυτογκόλ από τα αποδυτήρια.
Το τελικό αποτέλεσμα βέβαια για να είμαι δίκαιος, δεν είναι η απόλυτη καταστροφή, εάν βεβαίως το δεις χωρίς να το συγκρίνεις με την original ταινία (όπου original αυτή του ΄59 μιας και πλέον η βουβή σχεδόν δεν μετράει), γιατί τότε δεν σώζεται με τίποτα.
Παραδόξως ρόλο σε αυτό παίζει η σεκάνς της αρματοδρομίας η οποία μπορεί και να είναι καλύτερη από την παλαιότερη all time classic, όσο ίσως βλάσφημο και να ακούγεται αυτό.
Η ταχύτητα των αρμάτων που μοιάζουν με φονικά όπλα, οι οδηγοί που πετάγονται από τις θέσεις τους και ποδοπατούνται από τα αφηνιασμένα άλογα και τα εφέ της εποχής μας που τα κάνουν να μοιάζουν όλα τόσο αληθινά, ήταν σχεδόν αδύνατο να επιτευχθούν τότε.
Κατά τα άλλα όπως και να κοιτάξεις τον σύγχρονο Ben-Hur υστερεί σημαντικά στα πάντα.
Ο Judah-Ben Hur (Jack Huston, Hail, Caesar!) είναι ένας πλούσιος Ιουδαίος στην Ιερουσαλήμ των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού που ζει ευτυχισμένος με τη μητέρα του (Αyelet Zurer, Man of Steel), την αδελφή του (Sofia Black D’ Elia) και την αγαπημένη του Esther (Nazanin Boniandi, Zoolander 2).
Μαζί τους ζει ο υιοθετημένος Ρωμαίος και πολυαγαπημένος αδελφός του Messala (Toby Kebbell, Warcraft), με τον οποίο όμως χάνονται όταν αυτός αποφασίζει να φύγει μακριά για να πολεμήσει για τη Ρώμη.
Όταν μετά από χρόνια επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα σπουδαίος και τρανός, η σχέση του με τον Ben Hur διαταράσσεται, καταλήγοντας να τον κατηγορεί για προδοσία και να τον στέλνει σκλάβο σε γαλέρα.
Αυτός όμως δεν παραδίδεται ποτέ, έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του την επιστροφή στο σπίτι του, το αντάμωμα με την οικογένεια του και φυσικά την εκδίκηση.
Η πιο σημαντική σεναριακή διαφορά ανάμεσα στις δυο ταινίες, είναι η εξαφάνιση του ρόλου του Jack Hawkins, οποίος υποδυόταν τον Ρωμαίο στρατιωτικό που υιοθετεί τον Hur όταν αυτός του σώζει τη ζωή, με σκοπό προφανώς να μειωθεί η διάρκεια του φιλμ (η νέα βερσιόν είναι δίωρη).
Κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο αυτόν τον αναλαμβάνει σε στυλ δύο σε ένα ο Morgan Freeman (Now You See Me 2), ο οποίος με ένα λουκ σοφού γέρου ρασταφάρι παίζει τον Άραβα Sheik Ilderim, ο οποίος όπως και στην προγενέστερη ταινία αναλαμβάνει να προπονήσει τον Hur για την αρένα, ενώ ταυτόχρονα γίνεται κάτι σαν πατρική φιγούρα για αυτόν.
Ο Freeman παρ’όλη την τουλάχιστον αστεία του εμφάνιση, πετυχαίνει την καλύτερη ερμηνεία της ταινίας, αφού όλοι οι υπόλοιποι είναι (στην καλύτερη) πολύ λίγοι για τους ρόλους τους.
Για το φινάλε ας μην κάνω κάποιο σχόλιο και το χαλάσω σε όσους δεν έχουν υπόψη τους το παλιό φιλμ, αλλά μπορώ να πω ότι του ΄δωσαν και κατάλαβε αυτή τη φορά (και δεν αναφέρομαι στη θαυματουργή θεραπεία της μητέρας και της αδελφής του Ben Hur).
Το δε χριστιανικό κομμάτι της υπόθεσης, με τον Rodrigo Santoro (Jane Got A Gun) να αναλαμβάνει τον ρόλο του Ιησού, μοιάζει με αναγκαίο γέμισμα αφού σχεδόν ποτέ δεν μας δίνεται να καταλάβουμε πως γίνεται η μεταστροφή του Hur σε φανατικό Χριστιανό, παρά αυτή παρουσιάζεται σαν σχεδόν συμπτωματική.
Στην Αμερική ο νέος Ben Hur ήταν μια τεράστια εμπορική αποτυχία, αφού με ένα μπάτζετ της τάξης των 100 εκατομμυρίων δολαρίων (που πάντως δεν της φαίνεται με τίποτα μιας και η ταινία μοιάζει φτωχή) έκανε σχεδόν τις μισές εισπράξεις, αποκτώντας τον όχι περιζήτητο τίτλο του Box Office Bomb.
Για νιοστή φορά το 3D είναι εντελώς αχρείαστο, αφού δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή στην ταινία που να φάνηκε η υπεροχή της τρισδιάστατης τεχνολογίας.
Αχρείαστο είναι τελικά και αυτό το remake, αφού ναι μεν δεν είναι προσβλητικά κακό κάνοντάς σε να βλασφημάς την ώρα και τη στιγμή που έκατσες να το δεις, αλλά δεν προσφέρει σχεδόν τίποτα το καλύτερο από το επικό υπερθέαμα της ταινίας θρύλος του 1959.
Στους κινηματογράφους από 8 Σεπτεμβρίου.
Νίκος Παλάτος.