Aκόμα ένα αθλητικό δράμα για το μακράν πιο αγαπημένο σπορ του αμερικάνικου κινηματογράφου.
Οι γροθιές όμως του Παναμέζου μποξέρ Roberto Duran σε αυτήν τη βιογραφία του πολύ συχνά αστοχούν, παρά τις πολύ καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της.
Θρύλος για τον κόσμο του μποξ (5ος καλύτερος μποξέρ όλων των εποχών σύμφωνα με το έγκυρο περιοδικό The Ring) αλλά και για την πατρίδα του τον Παναμά, ο Duran (Edgar Ramirez, Joy) απέκτησε το προσωνύμιο Χέρια από Πέτρα, λόγω της... ενοχλητικής ικανότητας για τους αντιπάλους του να τους βγάζει νοκ άουτ από τον πρώτο κιόλας γύρο.
Φτωχόπαιδο, μεγαλωμένο στην Πόλη του Παναμά τη δεκαετία του ‘60, ξεκίνησε να ασχολείται με το μποξ σύμφωνα με το φιλμ, για να μπορέσει να εκδικηθεί με κάπoιο τρόπο τους Αμερικάνους που εκμεταλλεύονταν τη χώρα του.
Χάρη στη γνωριμία του με τον σπουδαίο βετεράνο προπονητή Ray Arce (Robert De Niro, Dirty Grandpa), θα γίνει τη δεκαετία του ’70 ο κορυφαίος μποξέρ στην κατηγορία ελαφρών βαρών, κερδίζοντας μάλιστα τον παγκόσμιο τίτλο της κατηγορίας σε έναν ιστορικό αγώνα εναντίον του Sugar Ray Leonard.
Όσο η ταινία περιστρέφεται γύρω από το καθαρά αθλητικό κομμάτι της σπάνια αστοχεί.
Ο Ramirez είναι εξαιρετικός στο ρόλο του και δείχνει πως έχει τα φόντα να γίνει πρωταγωνιστής (έναν σπουδαίο ρόλο χρειάζεται, καθώς η απίθανη ερμηνεία του σαν τρομοκράτης Carlos πέρασε σχετικά απαρατήρητη αφού η πεντάωρη σχεδόν ταινία του 2010 γυρίστηκε για την τηλεόραση).
Η σχέση του με τον προπονητή του Ray Arce (επιτέλους ένας καλός De Niro μετά από ένας Θεός ξέρει πόσους ρόλους ντροπή για τον ίδιο), απεικονίζεται με τον τυπικό μεν σε τέτοιες περιπτώσεις τρόπο «πατέρας-γιος» (ο Duran μεγάλωσε χωρίς πατέρα), όμως η ζεστασιά και η φροντίδα που δείχνει ο Arce για τον αθλητή του (καταπληκτική λεπτομέρεια ο λόγος για τον οποίο του έφτιαχνε τα μαλλιά ανάμεσα σε κάθε γύρο), όπως και η επιμονή του στην ακολούθηση της στρατηγικής σε βάρος του ενθουσιασμού, περιγράφονται με συγκινητική λεπτομέρεια.
Στο ίδιο καλό αθλητικό πλαίσιο και η κόντρα του Duran με τον Sugar Ray [χαρισματικός ο βασικά τραγουδιστής του r&b Usher (Muppets Most Wanted)] και η κλιμάκωση της στον επαναληπτικό αγώνα υπεράσπισης του τίτλου, όταν ο Duran αποχώρησε από το ρινγκ φωνάζοντας Νο Mas (‘Φτάνει΄).
Η κινηματογράφηση βέβαια των αγώνων στο ρινγκ, δεν είναι η πιο εντυπωσιακή που έχουμε δει σε ανάλογα φιλμ, αλλά έχει την απαιτούμενη ένταση και το αθλητικό πάθος.
Όμως ο σκηνοθέτης Jonathan Jakubowicz κάνει το λάθος να ασχοληθεί έντονα τόσο με τα πολιτικά γεγονότα της εποχής μέσω της Διώρυγας του Παναμά και της αμερικάνικης στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα, όσο κυρίως (και χειρότερα για το φιλμ), με την προσωπική ζωή του Arce, τον οποίο μάλιστα βάζει να διηγείται την ιστορία λες και είναι δική του βιογραφία.
Ειδικά οι συνεχείς σφήνες από το παρελθόν της ζωής του προπονητή Arce και το μπλέξιμο του με τη μαφία του μποξ [σκέτη καρικατούρα ο John Turturo (Mia Madre)], αλλά και το δράμα με την κόρη του και η σχέση του με τη σύζυγο του (Ellen Barkin, The Cobbler), αποσυντονίζουν την ταινία και τη βγάζουν εκτός αθλητικού ρυθμού.
Η περιγραφή της προσωπικής ζωής του Duran, η γνωριμία του με τη γυναίκα του Felicidad Iglesias (Ana de Armas, Knock Knock), η αποθέωση από τους συμπατριώτες του, η πτώση, τα προβλήματα και όλα τα σχετικά δίνονται με τον στάνταρ τρόπο που γίνεται σε όλες σχεδόν τις βιογραφίες, με τη σύζυγο του να φαίνεται αρχικά πως θα παίξει σημαντικό ρόλο στην ταινία, πλην όμως καταλήγει να είναι αξεσουάρ που μπαινοβγαίνει στο σενάριο όταν υπάρχει ανάγκη.
Κρίμα τελικά που η ταινία δεν επικεντρώθηκε στην κόντρα των Duran-Leonard, γιατί είναι αυτή είναι τόσο απολαυστική με το τρόπο που περιγράφεται που μόνο καλό θα έκανε στο Hands of Stone.
Στους κινηματογράφους από 8 Σεπτεμβρίου.
Νίκος Παλάτος.