'Στόχος μας ένα remake κάθε εβδομάδα', είναι προφανώς το μότο που κυριαρχεί στο Hollywwod, κι έτσι μετά το peplum του Μπεν Χουρ που προηγήθηκε, ιδού οι νέοι Υπέροχοι Επτά, για να μην αφήσουμε δηλαδή και τα γουέστερν παραπονεμένα.
To Magnificent Seven του 1960 σε σκηνοθεσία του John Sturges (η ταινία του οποίου Bad Day at Black Rock του 1955 είναι υπόδειγμα κινηματογραφικής οικονομίας διάρκειας μόλις 80 λεπτών), έχει πια περάσει στη σφαίρα του μύθου.
Βασισμένο στο φιλμ του Akira Kurosawa, “Seven Samurai”, παρά το γεγονός πως δεν σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία στις ΗΠΑ όταν προβλήθηκε στις αίθουσες, θεωρείται σήμερα από πολλούς ένα από τα καλύτερα western όλων των εποχών (Νο 6 στη λίστα με τα 9+1 Καλύτερα Γουέστερν του FilmBoy), τυπικό δείγμα του “μεγάλου” Hollywood της εποχής.
Το all star cast του έχει παίξει φυσικά τεράστιο ρόλο στην εκτίμηση που τρέφει το κοινό για το φιλμ (αν και τότε από την ομάδα των επτά μόνο ο Yul Brynner ήταν ήδη όνομα, με τους Steve McQueen, Charles Bronson, James Coburn και λοιπούς, να γίνονται αργότερα super star), ενώ σημαντικότατο ρόλο στη φήμη του οφείλει στο απίθανο μουσικό score του Elmer Bernstein, με το βασικό του θέμα να αποτελεί μια από τις πιο αναγνωρίσιμες κινηματογραφικές μελωδίες.
Διόλου τυχαίο πως σύμφωνα με τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, είναι η δεύτερη πιο πολυπαιγμένη ταινία στην αμερικάνικη τηλεόραση, πίσω μόνο από τον Μάγο του Οζ.
Σιγά λοιπόν ένας τέτοιος θησαυρός που θα ξέφευγε από τη μόδα των remake, οπότε ιδού οι νέοι Υπέροχοι Επτά σε σκηνοθεσία του μάστορα του ευπρεπή εμπορικού Hollywood (σε γενικές γραμμές ευπρεπή γιατί έχει κάνει και το θλιβερό Tears of the Sun το 2003 ) Antoine Fuqua.
Ο Fuqua λοιπόν κρατάει ουσιαστικά μόνο την βασική ιδέα των επτά παλικαριών που σπεύδουν μετά από σχετική έκκληση, να βοηθήσουν ταλαίπωρους χωρικούς που βλέπουν το χωριό τους να κινδυνεύει από συμμορία κακών.
Η πλοκή και οι χαρακτήρες έχουν σημαντικότατες διαφορές από την ταινία του 1960, καθώς έχουν εκ-μοντερνιστεί για να είναι πιο κοντά στο πνεύμα της σημερινής εποχής.
Έτσι η συμμορία των κακών Μεξικάνων που με αρχηγό τον Eli Wallach τρομοκρατούσαν συνοριακό χωριό αρπάζοντας συστηματικά όλη του τη σοδειά, έχει αντικατασταθεί από στυγνό καπιταλιστή χρυσοθήρα (Peter Sarsgaard, Black Mass), ο οποίος πίνει το αίμα των κατοίκων ενός αγροτικού οικισμού, τον οποίο θέλει να αρπάξει λόγω του χρυσού του υπεδάφους.
Στο ίδιο μήκος κύματος της... παγκοσμιοποίησης, η ομάδα των επτά έχει για αρχηγό της έναν μαύρο (Denzel Washington, The Equalizer), ενώ σαν μέλη της συναντάμε έναν Ασιάτη και έναν Ινδιάνο μεταξύ των άλλων, καταστάσεις δηλαδή επιστημονικής φαντασίας για το κοινό του ’60.
Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορούν κατά τη γνώμη μου να γίνουν συγκρίσεις με βάσιμα επιχειρήματα ανάμεσα στα δύο φιλμ, παρά μόνο να δούμε αυτή τη νέα βερσιόν των Επτά σαν μια ελεύθερη διασκευή για το σύγχρονο κοινό.
Υπό αυτό το πρίσμα οι καινούριοι Επτά αποδεικνύονται καλοί (όχι όμως και υπέροχοι), αφού προσφέρουν δύο ώρες χορταστικής διασκέδασης σε συνδυασμό με αρκετή βία.
Εκεί που χάνουν σε σχέση με το original φιλμ (τελικά είναι αδύνατον να μην γίνουν συγκρίσεις) είναι βασικά στο πορτραίτο του κακού της υπόθεσης, αφού ο χαρακτηριστικά γλοιώδης και καταπληκτικός καρατερίστας του Hollywood τότε Eli Wallach (ο... άσχημος στο Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν ποιος είναι) έγραφε στο ρόλο του, σε αντίθεση με τον αφόρητα μονοδιάστατο Peter Sarsgaard, o οποίος άμα τη εμφανίσει του το μόνο που δεν κάνει είναι να βροντοφωνάξει «Είμαι ο κακός και θα σας καθαρίσω όλους».
Η άλλη μεγάλη απώλεια συγκριτικά, είναι η μουσική του φιλμ, μιας κι όπως ήμουν σίγουρος από πριν πως θα συμβεί, το score του Elmer Bernstein παρέμεινε αξεπέραστο.
Το βασικό θέμα ακούγεται βέβαια στους τίτλους τέλους, αλλά αυτό από μόνο του δεν φτάνει.
Κατά τα άλλα το καστ των Επτά είναι αξιοπρεπέστατο, με τον Washington να μην έχει κανένα απολύτως πρόβλημα να είναι ο επιβλητικός αν και χαρακτηριστικά λιγομίλητος Sam Chisolm, κυνηγός κεφαλών στη μετεμφυλιακή Αμερική που αναλαμβάνει να οργανώσει μια ομάδα ατρόμητων πιστολάδων μετά από παράκληση της Haley Bennet (Hardcore Henry), σε έναν γυναικείο ρόλο που παίρνει αρκετά λεπτά εμφάνισης και που δεν υπήρχε στο παλιό φιλμ.
Ο Chris Pratt (Jurassic World) αναλαμβάνει το ρόλο που κρατούσε ο Steve McQueen, μόνο όμως στα χαρτιά καθώς κατά τα άλλα δεν υπάρχει καμιά απολύτως σχέση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες.
Ο Pratt υποδύεται τον Josh Farraday, έναν χαρτοκλέφτη με πάθος για τα εκρηκτικά και το κάνει με τον ίδιο χαβαλεδιάρικο τρόπο που το έκανε στο Guardians of the Galaxy και στο Jurassic World.
Έχει καλαμπούρι ο Pratt αλλά οδεύει ολοταχώς προς την τυποποίηση.
Οι υπόλοιποι της ομάδας είναι ο άσσος της καραμπίνας Ethan Hawke (Regression), ο βετεράνος Vincent D’ Onofrio (Daredevil), ο Byung hun-Lee (Misconduct) - o Ασιάτης που έλεγα με ειδίκευση στα στιλέτα, ο Manuel Garcia-Rulfo (From Dusk Till Down) - Μεξικάνος που για τις ανάγκες του σήμερα είναι με τους καλούς, και ο Κομάντσι Martin Sensmeir.
Απαξάπαντες παίρνουν τα λεπτά συμμετοχής τους και δεν έχουν σε καμιά περίπτωση διακοσμητικό ρόλο.
Η κλιμάκωση της έντασης είναι ικανοποιητικότατη, με τους Επτά να κρύβουν μερικούς άσσους στο μανίκι πριν την τελική μάχη, το πιστολίδι της οποίας είναι χαρακτηριστικά μεγάλο σε διάρκεια και ιδιαίτερα βίαιο, ίσως περισσότερο απ΄ό,τι θα φανταζόταν κάποιος.
Αρκετοί θρησκευτικοί συμβολισμοί, με τη δράση να ξεκινάει και να καταλήγει στην εκκλησία του χωριού – εκεί όπου στο τέλος το καλό θα θριαμβεύσει- με τον Fuqua να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να καταγράφει την απόλυτη θρησκευτική προσήλωση των Αμερικάνων του 19ου αιώνα, κάτι που ασφαλώς ελάχιστα έχει διαφοροποιηθεί ακόμα και στις μέρες μας.
Στους κινηματογράφους από 22 Σεπτεμβρίου.
Νίκος Παλάτος.