Η περίπτωση του Sing είναι αρκετά ιδιαίτερη.
Μας έρχεται από την Illumination Entertainment, την εταιρία που μας σύστησε τον Gru και τα αξιαγάπητα Minions του, όμως στα δέκα χρόνια ζωής της οι μοναδικές αξιόλογες ταινίες που μας έχει δώσει είναι το πρώτο Despicable Me και το Lorax.
Είναι η δημιουργία ενός σεναριογράφου και σκηνοθέτη που μας έχει δώσει τα μέτρια The Hitchhiker's Guide to the Galaxy και Son of Rambow, ενώ αυτή είναι και η πρώτη του φορά που καταπιάνεται με παραγωγή κινουμένων σχεδίων.
Είναι μια ταινία που για κεντρικό θέμα ξεθάβει τα once-upon-a-time δημοφιλή talent shows και για άγνωστο λόγο αποφασίζει όλοι οι ήρωες του να είναι ομιλούντα ανθρωπόμορφα ζώα.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχεις και μια σειρά trailers που εμμέσως πλην σαφώς σου λένε ότι πρόκειται για μια από εκείνες τις ταινίες που απευθύνονται αποκλειστικά σε μονοψήφιες ηλικίες.
Για κερασάκι στη τούρτα, το Sing βγαίνει στις αίθουσες ταυτόχρονα με το Rogυe One!
Σε όλα τα παραπάνω υπάρχει ένα “αλλά”, το γεγονός ότι η UIP αποφάσισε να μας το παρουσιάσει και στην υποτιτλισμένη εκδοχή του, κάτι που δεν έκανε ούτε καν για το εξαιρετικό Kubo.
Έτσι, και επειδή δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να δούμε υποτιτλισμένες ταινίες στη μεγάλη οθόνη, είπα να της δώσω μια ευκαιρία.
Και πολύ καλά έκανα…
Ο Buster Moon ήταν ένα μικρό αγόρι που ήθελε να γίνει αστροναύτης, μέχρι που πήγε για πρώτη φορά στο θέατρο και μαγεύτηκε, βάζοντας ως στόχο ζωής να ασχοληθεί με αυτό.
Ο μακαρίτης πια μεροκαματιάρης πατέρας του, έβαλε ότι είχε και δεν είχε για να του κάνει το όνειρο πραγματικότητα, αγοράζοντας του εκείνο το θέατρο.
Στα χρόνια όμως που το διαχειρίζεται, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά, όλες οι παραστάσεις πατώνουν και τα χρέη τον πνίγουν.
Ως απέλπιδα προσπάθεια για να το σώσει αποφασίζει να διοργανώσει έναν διαγωνισμό τραγουδιού, ώστε να επιλέξει νέα ταλέντα για ένα σόου, υποσχόμενος στο νικητή ένα χρηματικό ποσό.
Χάρη σε ένα τυπογραφικό λάθος της ξεκουτιασμένης γραμματέας του, το ποσό που αναγράφεται στην αγγελία είναι τεράστιο, με αποτέλεσμα το πλήθος που συρρέει για οντισιόν να είναι τεράστιο, ανάμεσά τους η νοικοκυρά Rosita, η έφηβη punk-rocker Ash, ο συμμορίτης Johnny, ο τραγουδιστής του δρόμου Mike και η ντροπαλή Meena.
Παρότι βρίσκει τα ταλέντα του, η δεινή οικονομική του κατάσταση και το ψεύτικο έπαθλο δε θα μείνουν για πολύ κρυφά, οδηγώντας τη παράσταση σε καταστροφή.
Ας αρχίσουμε με την ερώτηση των 100 χιλιάδων δολαρίων (pun intended)· γιατί ομιλούντα ζώα;
Η απάντηση είναι απλή, γιατί έτσι!
Η επιλογή της χρήσης ανθρωπόμορφων ζώων αντί ανθρώπων, καλλιτεχνικά και θεματικά δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.
Είναι σαν να παίρνεις δώρο μια όμορφη ταμπακιέρα σε έναν αντικαπνιστή!
Παρότι δεν είναι κάτι ενοχλητικό ή απαραιτήτως κακό, του είναι παντελώς άχρηστο.
Η ίδια ακριβώς ιστορία με απειροελάχιστες αλλαγές θα μπορούσε να ειπωθεί με animated ή ακόμα και live-action ανθρώπους.
Προφανώς και αυτή η επιλογή έγινε αποκλειστικά για λόγους μάρκετινγκ, ώστε να προωθηθεί ευκολότερα σε μικρότερες ηλικίες, κάτι όμως που όπως θα δούμε παρακάτω, έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη ταινία!
Το Sing, αντίθετα με τα όσα είδαμε στα trailers και τα όσα φανταζόμασταν, δεν είναι μια ταινία για 5χρονα.
Όχι ότι περιέχει κάτι ακατάλληλο ή ότι δε θα τους αρέσει, αλλά αν βλέπαμε ακριβώς το ίδιο σενάριο σε live-action μορφή, θα το χαρακτηρίζαμε ως κωμική μουσική κοινωνική σάτιρα!
Καταπιάνεται (και) με πολλά ενήλικα θέματα όπως τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έναν παραπαίοντα γάμο, την εμπλοκή με συμμορίες, τις εφηβικές αναζητήσεις και τα mood swings της ηλικίας, ακόμα και την ίδια την αναζήτηση για το δρόμο στη ζωή του καθενός, ενώ την ίδια στιγμή σατιρίζει ανελέητα τα ίδια τα talent shows.
Είναι μια ταινία που οι ενήλικες θα απολαύσουν πολύ περισσότερο από τα πολύ μικρά πιτσιρίκια που θα πάνε να δουν ζωάκια να τραγουδούν γνωστά χιτάκια.
Και επειδή πολύ μαυρίσαμε, ώρα να περάσουμε στα δύο πιο ...ευχάριστα συστατικά της, το χιούμορ και τη μουσική.
Παρότι δε μπορεί να χαρακτηριστεί συνολικά ως κωμική ταινία, το Sing περιέχει τις σωστές ποσότητες ξεκαρδιστικού χιούμορ, έχοντας έναν-δύο χαρακτήρες, και ειδικά την θεόστραβη γραμματέα Crawly που προσφέρει άπλετο γέλιο, ώστε να κρατείται η ισορροπία και ρυθμός μεταξύ δράματος και κωμωδίας.
Όσο για τη μουσική, αυτή παίζει το ρόλο της μπαταρίας στο τηλεκατευθυνόμενο που μόλις πήρε για δώρο το παιδί μέσα μας.
Είναι η κινητήριος δύναμη, είναι η ευτυχία, το χαμόγελο, η αγνή διασκέδαση.
Αν εξαιρέσουμε την απαραίτητη παρουσία μοντέρνων hits από ονόματα όπως η Ariana Grande και Taylor Swift, το άκουσμα κλασσικών τραγουδιών από Elton John, Frank Sinatra, The Zombies, Leonard Cohen, Queen, David Bowie και Stevie Wonder σίγουρα είναι εκλεκτό και ιδιαίτερα καλοτραγουδισμένο από το voice cast.
Και μιας και αναφερθήκαμε σε αυτό, οι Matthew McConaughey, Reese Witherspoon, Seth MacFarlane, Scarlett Johansson, Taron Egerton και Tori Kelly κάνουν όλοι εξαιρετική δουλειά, με την επιλογή του πρώτου να είναι η μόνη που κάπως ξενίζει για το λόγο ότι η υπερβολικά χαρακτηριστική χροιά του, κάνει το θεατή να νοιώθει ότι ακούει ένα κοάλα να μιλάει με τη φωνή του McConaughey, αντίθετα με τους υπόλοιπους που αφομοιώνονται από το ρόλο.
Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι τα πιτσιρίκια αποτελούν το target group για τις περισσότερες ταινίες κινουμένων σχεδίων, όμως δε μπορώ να καταλάβω τη στρατηγική του Sing που έκανε ότι μπορούσε για να αποθαρρύνει τους ενήλικους θεατές, τη στιγμή που η ταινία μπορεί να προσφέρει σημαντικές δόσεις διασκέδασης και σε αυτούς, ίσως μεγαλύτερες απ’ ότι στα παιδιά.
Στους κινηματογράφους από 15 Δεκεμβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.