Η αγάπη σε μία εναλλακτική εκδοχή μέσα από το τολμηρό βλέμμα του Κώστα Ζάπα σε ένα αντισυμβατικό δράμα χαρακτήρων.
Η 40χρονη Στέλλα (Αγγελική Παπαθεμελή, Μικρά Αγγλία) μετά το θάνατο του συζύγου της, ζει με την κόρη της Φανή (Nikol Drizi, Invisible) και βγάζει τα προς το ζην σαν στριπτιζέζ.
Η γνωριμία της με το Νίκο (Αντώνης Παπαδόπουλος) έναν γερασμένο playboy και τον ατίθασο γιο του Έκτορα (Άγγελος Βαλέρας), θα φέρει μια σειρά από ανατροπές στη ζωή της ίδιας και της κόρης της αφού αμφότερες θα ερωτευτούν πατέρα και γιο αντίστοιχα με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το νέο τολμηρό εγχείρημα του ανήσυχου Κώστα Ζάπα, αναδίδει έντονο άρωμα από Lars von Trier (ο Ζάπας έχει συνεργαστεί και με την Zentropa, εταιρία παραγωγής του von Trier).
Εκτός από τη σκηνοθεσία, υπογράφει και το σενάριο σε μια ταινία που δε φοβάται να αναμετρηθεί με τη σκοτεινή πλευρά της αγάπης.
Στα πρότυπα πάντα του weird cinema και σε Aβάν γκαρντ ύφος, το φιλμ ξεκαθαρίζει από την αρχή τις επιθετικές του διαθέσεις ξεκινώντας με μία σκηνή διπλού αυνανισμού.
Ωστόσο οι όποιες καλές ιδέες και προθέσεις για ένα σινεμά πρωτοπορίας, μοιάζουν να μη λειτουργούν στη συνέχεια.
Οι δραματικές προκλητικές σκηνές ενοχλούν χωρίς να βγάζουν όμως σπαραγμό και οι υπερβολικές στα όρια του γκροτέσκο ερμηνείες δείχνουν εκτός συγχρονισμού με το σενάριο.
Η επιτηδευμένη σκηνοθετική προσέγγιση από κουνημένες λήψεις με κάμερα στο χέρι περισσότερο κουράζει και κάνει τη ταινία να μοιάζει ερασιτεχνική, παρά πείθει ως μια συνειδητή επιλογή καλλιτεχνικής άποψης.
Η αφηγηματική ροή κινείται σε αντισυμβατικό στυλ, χωρίς να έχει όμως την αναμενόμενη δυναμική σε σχέση με το σενάριο.
Όλα αυτά εν τέλει φέρνουν ένα χοντροκομμένο και άτσαλο αποτέλεσμα, που προκαλεί αμηχανία βγάζοντας το φιλμ εκτός στόχων.
Το καστ της ταινίας περιλαμβάνει αρκετά γνωστά ονόματα όπως την εκρηκτική τζεϊμσμποντική Τόνια Σωτηροπούλου, τον μύθο της ελληνικής ροκ Δημήτρη Πουλικάκο, την τηλεπαρουσιάστρια Κατερίνα Λάσπα σε ρόλο έκπληξη, την πολυβραβευμένη Αγγελική Παπαθεμελή, τη Δήμητρα Χατούπη κ.α
Το«Αγάπη, Αγάπη, Αγάπη» αναμένεται να διχάσει το κοινό όπως συμβαίνει συνήθως με τέτοιου είδους ταινίες, όπου πιθανότατα ενοχλούν τον ανυποψίαστο μέσο θεατή και ενδεχομένως γοητεύουν μια μερίδα πιο απαιτητικών σινεφίλ.'
Όπως και να χει πρόκειται για ένα τολμηρό εγχείρημα που έστω και αν το«γλυκό δεν έδεσε», δίνει ελπίδες για πρωτοποριακές δημιουργίες που τόσο πολύ έχει ανάγκη ο νέος ελληνικός κινηματογράφος.
Στους κινηματογράφους από 8 Δεκεμβρίου.
Γιάννης Αποστολίδης.