Καουμπόηδες και ινδιάνοι εναντίον ληστών στην άγρια δύση του σήμερα, σε ένα εκ πρώτης όψεως περιπετειώδες νεο-γουέστερν που δεν είναι ακριβώς αυτό που δείχνει.
Ο Toby (Chris Pine, Star Trek Beyond) ένας πρώην κατάδικος και ο Tanner (Ben Foster, Inferno), δύο αδέλφια μεγαλωμένα στο Texas ξεκινάνε μία σειρά από ληστείες προκειμένου να σώσουν την οικογενειακή τους φάρμα από τα χέρια των τραπεζών.
Την υπόθεση αναλαμβάνει μόλις λίγες μέρες πριν τη σύνταξη ο έμπειρος Ranger Marcus (Jeff Bridges, The Giver), όπου μαζί με τον ινδιάνο βοηθό του Alberto (Gil Birmhngham, The Lone Ranger) θα επιχειρήσουν την σύλληψη των δύο κακοποιών.
O Σκωτσέζος σκηνοθέτης David Mackenzie μετά από μερικά ενδιαφέροντα φιλμ που έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια, (Young Adam, Perfect Sense και το πρόσφατο Γροθιές στους τοίχους) επιλέγει αυτή τη φορά τους ατέλειωτους αυτοκινητόδρομους και τις γραφικές κωμοπόλεις του αμερικάνικου νότου για να στήσει ένα φαινομενικά περιπετειώδες γουέστερν με εικόνες και χαρακτήρες βγαλμένες μέσα από το κινηματογραφικό σύμπαν των αδερφών Κοέν.
Όμως τα φαινόμενα απατούν καθώς ο Mackenzie περισσότερο σκιαγραφεί την καθημερινότητα εστιάζοντας στα κοινωνικά προβλήματα της σύγχρονης Αμερικής και λιγότερο ασχολείται με δράση.
Και ποιο το κακό σε ένα φιλμ δράσης που θέλει να δώσει και μια επιπλέον κοινωνική διάσταση;
Θα αναρωτηθείτε εύλογα.
Καθόλου κακό είναι η απάντηση, αρκεί να υπάρχει η ανάλογη σκηνοθετική εμπειρία ή κλάση αν θέλετε, ώστε να γίνει με επιτυχία το μοντάρισμα σε ένα τέτοιο δύσκολο εγχείρημα, ώστε βγει ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα, κάτι που δεν διαφαίνεται στην ταινία όπου η διαχείριση των δύο αυτών διαφορετικών προσεγγίσεων και κυρίως ο τρόπος που συνυπάρχουν είναι άνισος.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το βασικό πρόβλημα του φιλμ.
Στην πρώτη σεκάνς η ληστεία στην τράπεζα μιας κωμόπολης του Τέξας προϊδεάζει για ένα heist action movie με φόντο ένα γουέστερν σκηνικό.
Ωστόσο το φιλμ αμέσως πατάει φρένο και κάνει μια στροφή προς ένα πιο κοινωνικό πλαίσιο, όπου περιγράφεται νωχελικά με αργούς ρυθμούς η καθημερινότητα στην αμερικάνικη επαρχία, ενώ παράλληλα καυτηριάζεται μια σειρά από κοινωνικοπολιτικά θέματα όπως η οικονομική κρίση και οι συνέπειες της,η αδυναμία της πολιτείας να σταθεί δίπλα στους πολίτες, η νόμιμη οπλοκατοχή και οπλοχρησία (χαρακτηριστική μια σκηνή ληστείας,όπου στην τράπεζα σχεδόν όλοι οι πολίτες οπλοφορούν).
O Mackenzie ξύνει ακόμα και ιστορικές πληγές αναφερόμενος στην βάναυση εκδίωξη των Ινδιάνων από την ίδια τους τη γη.
Αυτή η κοινωνικοπολιτική διάσταση δίνει αναμφισβήτητα ποιότητα και κάνει την ταινία να ξεφεύγει από μία απλή περιπέτεια δράσης.
Το πρόβλημα είναι ότι τα δύο αυτά κομμάτια είναι κάπως άνισα δεμένα μεταξύ τους με αποτέλεσμα κατά κάποιο τρόπο το ένα να ακυρώνει το άλλο.
Η καλοδουλεμένη σκηνοθεσία του Mackenzie με τα απόκοσμα υπό τους country style ήχους των Νικ Κέιβ και Γουώρεν Έλις άγριας ομορφιάς τοπία, θυμίζουν το παλιό Φαρ Ουέστ προσδίδοντας γοητεία, ενώ οι καλές ερμηνείες ειδικά του Jeff Bridges στο ρόλο του ντόπιου Τεξανού μπάτσου «ταιριάζουν γάντι» με την περίσταση.
Όλα αυτά, μαζί με μερικές καλές περιπετειώδης σκηνές κερδίζουν τις εντυπώσεις αλλά δεν φτάνουν για να δώσουν ρυθμό και να κρατήσουν ζεστό το ενδιαφέρον σε ένα καλό αλλά όχι αρκετό σενάριo, με αφήγηση που σκαμπανεβάζει ετεροχρονισμένα ανάμεσα σε μεγάλης διάρκειας στατικές σκηνές και αναλαμπές δράσης, ενώ κορυφώνεται σχετικά προβλέψιμα χωρίς να αποφεύγει τα κλισέ.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ταινία που αφήνει ανάμικτα συναισθήματα, όπου κερδίζει μεν στα σημεία, αλλά χάνει δε στην συνολική εικόνα αφήνοντας ένα αίσθημα κενού και την εντύπωση ότι κάτι πήγε στραβά.
Όπως και να΄χει η ταινία έχει εξαιρετική πορεία μέχρι στιγμής όπου φαίνεται να κερδίζει το κοινό και θεωρείται μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις της χρονιάς αφού απέσπασε τρεις υποψηφιότητες για χρυσή σφαίρα (καλύτερο δράμα της χρονιάς, καλύτερου σεναρίου και Β ανδρικού για τον Jeff Bridges) και άλλες τρεις στα επερχόμενα Bafta (καλύτερου σεναρίου, Β ανδρικού για τον Jeff Bridges και καλύτερης φωτογραφίας) ενώ είναι πολύ πιθανό τουλάχιστον αυτός να προσθέσει ακόμα μία υποψηφιότητα στα επικείμενα όσκαρ.
Στους κινηματογράφους από 19 Ιανουαρίου.
Γιάννης Αποστολίδης.