Ήταν τελευταίες ημέρες του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όταν μια ωραία πρωία βρέθηκα μαζί με μετρημένους στα δάχτυλα συναδέλφους, στη δημοσιογραφική προβολή της επίσημης πρότασης της Ουγγαρίας για τα ερχόμενα Όσκαρ, μια ταινία με τον σχεδόν b-movie τίτλο Δολοφονικά Αμαξίδια.
Αν και το Tiszta Szívvel είχε κάποια βραβεία στο ενεργητικό του, οι προσδοκίες δεν ήταν μεγάλες, όμως με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη.Η ταινία μας βάζει στη μέση ενός μαύρου κωμικού crime θρίλερ με πρωταγωνιστές τρεις “αόρατους” ανθρώπους, τρεις άνδρες με κινητικά προβλήματα, των οποίων εμποδίζουμε τη κίνηση κάθε που παρκάρουμε το αμάξι μας πάνω σε κάποιο πεζοδρόμιο ή κλείνουμε μια ράμπα.
Αυτή ακριβώς η “αορατότητα” αποτελεί το σημείο κλειδί του σεναρίου αφού ποτέ κανείς δε πρόκειται να υποπτευθεί έναν άνδρα σε αναπηρικό αμαξίδιο ως πληρωμένο δολοφόνο.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Rupaszov (Szaboks Thuroczy), ένα άξιο μέλος της κοινωνίας της Βουδαπέστης, ένας οικογενειάρχης πυροσβέστης που μετά από ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια της δουλειάς μένει ανάπηρος από τη μέση και κάτω.
Αδυνατώντας να αντεπεξέλθει στη νέα πραγματικότητα, η παλιά του ζωή καταρρέει, χάνει ότι έχει και δεν έχει, και κάνοντας μια στροφή 180 μοιρών, γίνεται hitman για λογαριασμό ενός Σέρβου γκάνγκστερ.
Εν τω μεταξύ, ακολουθεί πρόγραμμα φυσιοθεραπείας σε ένα ιατρικό κέντρο, όπου γνωρίζει δύο νεαρούς άνδρες, τους Zoli και Barba, φίλοι και συγκάτοικοι, ο καθένας με τα δικά του σοβαρά κινητικά προβλήματα.
Εκμεταλλευόμενος την αδιαφορία που νοιώθουν και αυτοί όπως και εκείνος από τη κοινωνία, καθώς και την ανάγκη για χρήματα, τους στρατολογεί για να τον βοηθούν στις “αποστολές”.
Μόλις στη δεύτερη μεγάλου μήκους προσπάθειά του, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Attila Till μας παραδίδει μια πολυδιάστατη ταινία που αναλαμβάνει και να μας διασκεδάσει ως μια στιβαρή crime thriller περιπέτεια, έχοντας όμως ταυτόχρονα να πει πολλά και ως κοινωνική κατάμαυρη κριτική σάτιρα.
Παρότι ο ρυθμός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως καταιγιστικός, για ουγγρικό σινεμά μιλάμε άλλωστε, η πλοκή ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά και παρά τις αρκετές αλλά μικρές κοιλιές, κρατάει υψηλά το ενδιαφέρον του θεατή χάρη στα twists ‘n’ turns του πρωτότυπου σεναρίου.
Σημαντικό ρόλο στη συνολικά υψηλή ποιότητα της ταινίας παίζουν οι αναπάντεχα καλές ερμηνείες των τριών βασικών ηθοποιών, οι οποίοι μπαινοβγαίνουν στους ρόλους του θύτη και του θύματος με περισσή ευκολία.
Νικητής του Χρυσού Αλέξανδρου για τη σκηνοθεσία αλλά και τις ανδρικές ερμηνείες, το Tiszta Szívvel έχει ως μεγαλύτερο εχθρό του μονάχα τη καταγωγή του, αφού αν οι ηθοποιοί μιλούσαν αγγλικά, η ταινία θα μπορούσε άνετα να σταθεί απέναντι σε αντίστοιχες Χολιγουντιανές παραγωγές, χωρίς να έχει ανάγκη ουδεμία αλλαγή.
Μην ξαφνιαστείτε αν ακούσετε προσεχώς για κάποιο remake.
Στους κινηματογράφους από 2 Φεβρουαρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.