«Ο λευκός σωτήρας θα σώσει την κατάσταση»
«Κάνουν whitewashing τους χαρακτήρες»
«Που είναι το diversity;»
«Ο ρατσισμός στο Hollywood»
Κόψτε το πια!
Όλοι όσοι θέλετε να κράξετε μια ταινία ή μια σειρά, σταματήστε να βάζετε την πολιτική ορθότητα ως προμετωπίδα για να δικαιολογήσετε την άποψη σας.
Ένα προϊόν κινηματογράφου ή τηλεόρασης είναι είτε καλό είτε κακό, αλλά γι'αυτό που είναι, όχι για το χρώμα του δέρματος των ηθοποιών που προσλαμβάνει.
Κι επιτέλους να καταλαβαίνουμε λίγο τα αυτονόητα.
Ναι μεν όταν δημιουργήθηκαν τα περισσότερα από αυτά τα κόμικς, οι καιροί και οι νοοτροπίες ήταν διαφορετικές, πιο οπισθοδρομικές ακόμη και μισαλλόδοξες.
Είμαστε εν έτει 2017, και αυτές οι αντιλήψεις δεν είναι καθεστώς, είναι οι μη κοινωνικά αποδεκτές (και ζω για τη μέρα που θα εξαλειφθούν πέρα για πέρα).
Το να υποστηρίζεις το diversity σε κοινωνικά θέματα είναι άξιο και αναφαίρετο δικαίωμα.
Το να παραπονιέσαι επειδή κάποιοι χαρακτήρες δημιουργήθηκαν λευκοί στα κόμικς πριν από πολλές δεκαετίες, δεν έχει νόημα!
Το παρελθόν είναι αυτό που είναι, ίσιο ή στραβό.
Γιατί δεν παραπονέθηκε κανείς στο Luke Cage που ήταν όλοι Αφροαμερικανοί ότι δεν υπάρχουν Σκανδιναβοί ή Ισπανοί ή Ινδοί;
Όταν κάτι δεν είναι τόσο καλό, όπως η σειρά Luke Cage, έχει να κάνει με την εκτέλεση και το αποτέλεσμα κι όταν κάτι είναι γαμάτο όπως ο Black Panther στο Captain America: Civil War, μαντέψτε για ποιο λόγο είναι γαμάτο;
Για την εκτέλεση και το αποτέλεσμα.
Αν δεν υπάρχει απροκάλυπτος ή έστω εμφανής ρατσισμός, δεν υπάρχει λόγος να τον βρίσκουμε εμείς με το ζόρι.
Και τώρα που το ξεκαθαρίσαμε και το έβγαλα από μέσα μου, ελπίζω να μην ξαναφουντώσω στο μέλλον για να χρειαστεί να τα ξαναπώ.
Το Iron Fist (από συνήθεια πήγα να γράψω Iron Man) είναι η τέταρτη (πέμπτη, αν συμπεριλάβετε και τη 2η σεζόν του Daredevil) και τελευταία από τις solo σειρές του Netflix που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με τη Marvel πριν το πολυαναμενόμενο ensemble των Defenders το καλοκαίρι.
Μετά από δύο υπέροχες και αξεπέραστες σειρές, το Netflix βρήκε λακκούβα στην ομαλή πορεία του με το Luke Cage, οπότε το Iron Fist ήταν μια καλή ευκαιρία να ανακάμψει και να αναπτερώσει το ενδιαφέρον για το team-up.
Το θέμα είναι το καταφέρνει αυτό ή ο άσσος των πολεμικών τεχνών της Marvel θα συνεχίσει να κάνει κοιλιά;
Η πλοκή θέλει τον Danny Rand, γόνο και κληρονόμο μια εταιρίας με αμύθητη περιουσία να επιστρέφει μετά από δεκαπέντε χρόνια κατά τα οποία αυτός και οι γονείς του θεωρούνταν νεκροί από αεροπορικό δυστύχημα στα Ιμαλάια.
Φυσικά κανείς δεν πιστεύει ότι είναι αυτός που ισχυρίζεται και η πρώτη επαφή με τους παιδικούς του φίλους, Joy και Ward Meachum, πάει χάλια.
Ο Danny κλείνεται σε ψυχιατρική κλινική, ενώ ενώ η Joy που ήταν πάντα πιο φιλική μαζί του, αρχίζει να παίζει με το σκεπτικό ότι όντως μπορεί και να είναι αυτός.
Ο Ward όμως έχει πιο σκοτεινά σχέδια, καθόσον γνωρίζει μυστικά που κανείς άλλος δεν ξέρει και φαίνεται πως δεν είναι διατεθειμένος να παραδώσει τον έλεγχο της εταιρίας ακόμη και στον αληθινό Danny Rand.
Ο Danny όμως δεν είναι τελείως απροστάτευτος.
Στα δεκαπέντε χρόνια που όλοι νόμιζαν ότι είχε σκοτωθεί στη συντριβή, εκείνος σώθηκε από μοναχούς και εκπαιδεύτηκε στην πολεμική τέχνη του kung-fu, κερδίζοντας στο τέλος τον τίτλο της Σιδερένιας Γροθιάς, μιας μυστικιστικής δύναμης που χαρίζει σε αυτόν που θα την τιθασεύσει απίστευτες ικανότητες.
Με τη δύναμη αυτή, αλλά και με τη βοήθεια της Colleen Wing και της Claire Temple, θα προσπαθήσει να διεκδικήσει πίσω τη ζωή του, την εταιρία του πατέρα του, αλλά και να πολεμήσει έναν καταστροφικό εχθρό που καραδοκεί στις σκιές εδώ και πολύ καιρό.
Η σειρά στο σύνολο της είναι αρκετά καλή.
Ίσως όχι το αριστούργημα που προσδοκάμε βάσει του Daredevil και του Jessica Jones, αλλά για comeback μετά από το απογοητευτικό Luke Cage, πιστεύω ότι εκτέλεσε το ρόλο του.
Και εδώ να ειδοποιήσω ότι αν και θα προσπαθήσω να μην έχω spoilers στο κείμενο, πιθανόν ανά σημεία να μην μπορώ να τα αποφύγω - εξαρτάται από το τι θέλω να πω.
Σεναριακά, στο μεγαλύτερο μέρος της βαδίζει καλά.
Παίζει πολύ ωραία με το γεγονός ότι, αν και μάστορας στις πολεμικές τέχνες, ο Danny πιθανόν να πάσχει από τέτοιο μετατραυματικό στρες, που να του δημιουργεί ψευδαισθήσεις σχετικά με το ποιος είναι ή αν η ‘σιδερένια γροθιά’ είναι ένας μηχανισμός άμυνας του μυαλού του.
Αυτό στην αρχή ήταν από τα δυνατά σημεία της σειράς καθώς έπειθε ακόμη και το θεατή για το αν ο Danny τα έχει τετρακόσια κι αν ισχύουν τα περί ‘Iron Fist’.
Αυτό ξεκαθαρίζεται κάποια στιγμή και μπορούμε και εστιάζουμε μετά σε άλλους πυρήνες της πλοκής, όπως τη σχέση του Danny με τα αδέρφια Meachum, την ευγενική, δυναμική και φιλική Joy και τον απόμακρο, πικρόχολο, κρυψίνο και εχθρικό Ward, το interaction και τη χημεία ανάμεσα στον Danny και την Colleen, αλλά κυρίως στην πορεία του Danny προκειμένου να ανακαλύψει το ρόλο του σε έναν κόσμο που πλέον δεν αναγνωρίζει και δεν νιώθει ευπρόσδεκτος χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί.
Και αυτό μέσα σε μια καλοστημένη ίντριγκα, πολύ καλά δουλεμένη από τους σεναριογράφους, καθώς ο θεατής δεν μπορεί να ξεχωρίσει ποιος είναι ο καλός, ποιος είναι ο κακός, αν όλοι σε αυτή τη σειρά είναι αυτοί που δείχνουν.
Η επιτυχία στη μηχανορραφία, στη σύλληψη και στην ‘ύφανση’ μιας περίπλοκης και βαθύτερης πλεκτάνης ίσως είναι ανώτερη από τις προηγούμενες σειρές, αφού εκεί τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα για το θεατή τουλάχιστον.
Τώρα, όπως και ο Danny, έτσι και ο θεατής δεν ξέρει πραγματικά ποιος είναι σύμμαχος ποιος εχθρός, ποιος θέλει το καλό του Danny και ποιος θέλει να εκμεταλλευτεί προς όφελος του τη δύναμη της ‘Σιδερένιας Γροθιάς’.
Το πρόβλημα ξεκινάει κάπως από το ρυθμό.
Σε κάποια σημεία φαίνεται η πλοκή να προχωράει με νορμάλ ρυθμούς, φτάνει εκεί που πρέπει να φτάσει κρατώντας το ενδιαφέρον του θεατή.
Σε αρκετά όμως σημεία κωλυσιεργεί βαρετά, εστιάζει πέραν του δέοντος σε θέματα που λίγο αφορούν την πλοκή του γενικότερου saga, με αποτέλεσμα να βλέπουμε την ιστορία ενός 25χρονου man-child που γκρινιάζει επειδή οι γύρω του δεν τον θέλουν για παρέα.
Ένα άλλο αρνητικό είναι ο διαχωρισμός της ιστορίας σε δύο μέτωπα για μεγάλο διάστημα της σειράς.
Από τη μια έχουμε τον Danny με την Colleen και την Claire και από την άλλη τη Joy και τον Ward με την εταιρία.
Ήταν σαν να βλέπεις δύο διαφορετικές σειρές χωρίς συνοχή ή σχέση μεταξύ τους, απλώς υπήρχαν παράλληλα.
Και η επανένωση της ιστορίας φάνηκε βεβιασμένη και όχι ομαλή.
Δεν τους βγήκε εκεί.
Εκεί όμως που δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς την υπεροχή της σειράς ήταν στο ξύλο.
Πανέμορφη χορογραφία, με χάρη, με δράση, με ενέργεια, με δύναμη, με ό,τι πρέπει να έχει μια σειρά πολεμικών τεχνών.
Οι χαρακτήρες που ρίχνουν kung-fu ξυλίκι είναι απίστευτοι, badass και έκαναν πολύ καλή δουλειά στο να αποδώσουν τις κινήσεις (τουλάχιστον στο μάτι ενός που δεν ξέρει, όπως ο υποφαινόμενος).
Δεν υπήρχε τόσο η ωμή βία του Daredevil, αλλά θύμιζε περισσότερο τις γεμάτες χάρη και εκφραστικότητα μάχες από τις παλιές ασιατικές ταινίες πολεμικών τεχνών που βλέπαμε μικροί σε κάτι άκυρες ώρες στην τηλεόραση, αλλά σαφώς λιγότερο εξωφρενικές και υπερβολικές.
Όσον αφορά το cast τώρα, το συγκαταλέγω επίσης στα θετικά της σειράς.
Ο Finn Jones ήταν πολύ καλός ως Danny Rand, πολύ πειστικός στο ρόλο ενός 25χρονου που συνδυάζει το badass-ιλίκι ενός γνώστη των πολεμικών τεχνών με τη νοοτροπία και την αφέλεια ενός δεκάχρονου που μεγάλωσε κυριολεκτικά μακριά από τον κόσμο.
Είναι μεν ένα ζωντανό όπλο, αλλά αντιλαμβάνεται το περιβάλλον γύρω του με καλή διάθεση και χωρίς να φυλάγεται από παρασκηνιακούς εχθρούς, όσο καλά φυλάγεται από τους ορατούς.
Σίγουρα ήταν και οι φάσεις που, όπως προανέφερα, βλέπουμε έναν man-child να γκρινιάζει, αλλά προσωπικά το αποδίδω στην αδυναμία του σεναρίου και όχι στην ικανότητα του ηθοποιού.
Το πρόβλημα με τον Danny Rand είναι ότι ενώ βλέπουμε μια ιστορία ωρίμανσης και πνευματικής ενηλικίωσης, αυτό δεν κορυφώνεται.
Η πορεία στο να ανακαλύψει ποιος είναι ή τι θέλει να κάνει στη ζωή του εξελίσσεται, αλλά δε φαίνεται να καταλήγει εκεί που περιμένουμε.
Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός ότι δεν φοράει ποτέ τη στολή και την κουκούλα του Iron Fist.
Μπορεί αυτό να γίνει στους Defenders, αλλά κατά τη γνώμη μου έπρεπε ήδη να έχει γίνει και το Defenders να ασχοληθεί με άλλα πράγματα.
Στο πλάι του Danny είναι η Colleen Wing της Jessica Henwick (Star Wars: Episode VII - The Force Awakens).
Τι παιδί είσαι εσύ, παιδί μου;
Όταν τελείωσα το Iron Fist, ήθελα να βάλω Daredevil και να πω στην Elodie Yung «Elektra συγνώμη, δεν είναι αυτό που νομίζεις!»
Η Colleen είναι μεν άξια συνεργάτης του Danny, αλλά πρωτίστως είναι badass ηρωίδα από μόνη της.
Ρίχνει ξύλο, με χάρη και βία και βάζει κάτω πολλούς wannabe action heroes.
Αν ψάχνετε διάδοχο των action heroines των προηγούμενων δεκαετιών, χωρίς όμως την αστραφτερή εικόνα, αλλά με την απαράμιλλη ομορφιά, σας δίνω τη Jessica Henwick.
Ο χαρακτήρας της Colleen βέβαια έχει και ηθική ανάπτυξη.
Προσπαθεί να διατηρήσει την τιμή της σε έναν προσγειωμένο και ανήθικο κόσμο, προσπαθεί να δει και να κάνει το καλό σε αυτούς που έχουν ανάγκη, έχει ωστόσο κι αυτή της αδυναμίες της και τις στιγμές που νιώθει ευάλωτη.
Αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα με αυτό το χαρακτήρα είναι το γεγονός ότι η πορεία της είναι αντίθετη από του Danny.
Ο Danny έρχεται χωρίς να ξέρει και προσπαθεί να ανακαλύψει στην πορεία το ρόλο του, ενώ η Colleen έχει μια συγκεκριμένη πεποίθηση, αλλά σταδιακά αυτή η πεποίθηση έρχεται και καταρρέει και η ηρωίδα βρίσκεται σύγχυση.
Όσον αφορά χαρακτήρες που δεν ρίχνουν ξύλο, έχουμε κατά βάση τα αδέρφια Meachum, τη Joy και τον Ward.
Η Joy της Jessica Stroup (Jack Reacher: Never Go Back) είναι πιο διαλλακτική, πιο έξυπνη, πιο αποφασιστική, αλλά ταυτόχρονα με συνείδηση και μια μορφή ηθικής.
Έχει πληγωθεί από το θάνατο του πατέρα της πριν 12 χρόνια, αλλά έχει καταφέρει να ορθώσει το ανάστημα της και να γίνει ένα ισχυρό μέλος της εταιρίας ‘Rand’.
Είναι η πρώτη που έχει δεύτερες σκέψεις για το αν όντως ο Danny είναι αυτός που λέει και, παρόλο που νιώθει φόβο από τον άγνωστο άντρα, δε βάζει τον εγωισμό της πρώτα και προσπαθεί να ανακαλύψει τι συμβαίνει.
Από την άλλη, ο Ward, κατά κόσμον Tom Pelphrey, είναι ο αρχετυπικός bully που μεγάλωσε χωρίς ηθικές αξίες, βάζοντας μπροστά το δικό του συμφέρον και θεωρώντας πως ό,τι θέλει να κάνει δικό του, πρέπει να το κάνει δικό του.
Ο μόνος άξονας ηθικής του είναι η αγάπη για τη Joy, που ομολογουμένως είναι πραγματική.
Στην ουσία όμως, ο Ward είναι πιο φοβισμένος, άβουλος, ευθυνόφοβος, αλλά και απρόβλεπτος από ό,τι δείχνει.
Άλλος κινεί τα νήματα πίσω από αυτόν και τις στιγμές που πρέπει να ορθώσει το ανάστημα του, απλώς δεν έχει τα κότσια.
Όταν εμφανίζεται ο Danny, ίσως να κατάλαβε κι εξαρχής ότι έλεγε αλήθεια για την ταυτότητα του, αλλά προκειμένου να μη χάσει τη θέση του στην εταιρία, ενήργησε εναντίον του ξεκάθαρα.
Γι αυτό και προκαλεί τρομερή έκπληξη η τροπή που παίρνουν οι δυο αυτοί χαρακτήρες στο φινάλε της σειράς σε σχέση με το πώς ξεκίνησαν και την πορεία τους σε αυτά τα 13 επεισόδια.
Ο Harold Meachum (David Wenham, Lion), ο πατέρας του Ward και της Joy, από την άλλη είναι straightforward χαρακτήρας.
Σκηνοθέτησε το θάνατο του 12 χρόνια πριν και μόνο ο Ward ξέρει ότι ζει.
Ουσιαστικά αυτός είναι που κινεί τα νήματα πίσω από τον άβουλο Ward και είναι υπεύθυνος για πολλά γεγονότα πριν την έναρξη της ιστορίας, αλλά και κατά τη διάρκεια της.
Ωστόσο μου φάνηκε πιο αδιάφορος και μονοδιάστατος.
Σίγουρα αγαπά τα παιδιά του -όχι όπως θα έπρεπε, αλλά τα αγαπά, αλλά ο ρόλος του στη σειρά δεν τον αφήνει να εξερευνήσει περισσότερα επίπεδα στη σχέση τους.
Είναι κι αυτός αρχετυπικός παρασκηνιακός χαρακτήρας.
Δε με τράβηξε τόσο, όσο ο Ward που, αν και γκρινιάρης μέχρι αγανάκτησης, με τις μεταβολές του θεωρούσα ότι θα μπορούσε να ξεπεράσει τον πατέρα του.
Τέλος, από κοντά και η Rosario Dawson (Sin City: A Dame to Kill For) ως Claire Temple.
Ναι ξέρω, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους τέσσερις κατεστραμμένους ήρωες που κάποια στιγμή θα ενώσουν τις θρυμματισμένες ψυχές τους για το κοινό καλό, αλλά το να βάζουμε ένα χαρακτήρα βεβιασμένα για να δώσουμε την αίσθηση της σύνδεσης των κομματιών δε σημαίνει ότι θα είναι πάντα θετικό το αποτέλεσμα.
Μπορεί το Luke Cage να μην ήταν αυτό που περίμενα, αλλά μέσα στα θετικά του, είχε την εξέλιξη του χαρακτήρα της Claire και το σημείο που αποφασίζει να γίνει η εκδοχή της Night Nurse που περιμένουμε.
Εδώ η Claire ήταν ξέμπαρκη.
Απλώς η Colleen την εκπαιδεύει και απλώς τυγχάνει να βρίσκεται εκεί όταν έρχεται ο Danny για επίσκεψη και συνεπώς παίρνει μέρος στην μοναχική εκστρατεία του Danny να πολεμήσει τους κακούς.
Αν οι σεναριογράφοι ήθελαν να δείξουν το χαρακτήρα της Claire πιο ενεργό, δε θα έπρεπε να πετάξουν μέσα τόσες συμπτώσεις.
Για να είναι επιτυχημένη η Claire ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους ήρωες, το καλύτερο που είχαν να κάνουν θα ήταν να τη βάλουν να τους αναζητήσει επί τούτου με κάποιο τρόπο αν έβγαζε νόημα.
Ακόμη κι αν τότε έβγαινε βεβιασμένη η συμμετοχή της, θα είχε τουλάχιστον ένα σκοπό.
Τώρα απλώς υπάρχει εκεί.
Ή απλώς περιορίστε το cameo της όπως της Jeri Hogarth.
Δεν είναι ανάγκη να υπάρχουν όλοι παντού και πάντα.
Anyway, στο γενικότερο πλαίσιο, παρόλες της αδυναμίες της, το Marvel’s Iron Fist ήταν μια τίμια επάνοδος για το Marvel-Netflix κομμάτι του Marvel Cinematic Universe που κι αυτή συνέβαλε στο χτίσιμο προς την κορύφωση του όλου saga.
Δεν φτάνει τον πήχη που έθεσαν τα Marvel’s Daredevil και Marvel’s Jessica Jones, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν απογοητευτικό.
Ήταν δεκατρείς ώρες decent και ευχάριστης παρακολούθησης και martial arts πόρωσης.
Ελπίζω και το Marvel’s The Defenders που θα δούμε το καλοκαίρι να ακολουθήσει την πλειοψηφία των προκατόχων του.
Πιθανόν το γεγονός ότι θα έχει λιγότερα επεισόδια (8 έναντι των 13 που είχαμε ως τώρα) να βοηθήσει σε μια πιο συμπαγή και αξιόλογη πλοκή.
Περισσότερα στο Heroes For A Day.
Αργύρης Σταματόπουλος.