Η πλημμυρισμένες από γαλλικές -συνήθως κάτω του μετρίου ποιοτικά- κομεντί, θερινές σεζόν είναι πια σύνηθες φαινόμενο, που είτε μας αρέσει είτε όχι, το έχουμε αποδεχτεί.
Για κάποιο λόγο (€€€) αυτή η μόδα φέτος επεκτάθηκε, με γαλλικές ταινίες κάθε είδους να μας επιτίθενται κατά κύματα, οι περισσότερες από τις οποίες και πάλι αμφιβόλου ποιότητας.
Είναι λογικό λοιπόν να είμαστε προκατειλημμένοι όταν βλέπουμε ξαφνικά σε ένα ήδη παραγεμισμένο καλεντάρι ακόμα μία από δαύτες, μια περιπέτεια που προβλήθηκε στη χώρα της πριν ένα χρόνο χωρίς να έχει κερδίσει κάποιο βραβείο, χωρίς να έχει κάνει κάποια μεγάλη εμπορική επιτυχία, ούτε να έχει κάποιο μεγάλο όνομα στους συντελεστές της.
Τι δουλειά έχει λοιπόν το Braqueurs στα μέρη μας;
Ο Yanis (Sami Bouajila, Η Συνωμοσία της Σκιάς) ηγείται μιας πενταμελούς συμμορίας ληστών εξειδικευμένης στο “χτύπημα” κινητών στόχων όπως χρηματαποστολές κτλ.
Η τελευταία τους δουλειά είναι εύκολη και καθαρή εξασφαλίζοντάς τους από 300 χιλιάρικα.
Ο μικρός αδερφός του Yanis, Amine, όμως, που έχει αναλάβει να ξεφορτωθεί τα όπλα που χρησιμοποίησαν, αποφασίζει να πουλήσει ένα από αυτά για να βγάλει κάτι επιπλέον, με το όπλο να καταλήγει στα χέρια της συμμορίας των εμπόρων ναρκωτικών του Salif.
Αντιλαμβάνοντας την “αξία” του όπλου, ο Salif εκβιάζει τον Yanis ότι αν δεν υπακούσει στις εντολές του, θα το παραδώσει στην αστυνομία, αναγκάζοντάς τους να ληστέψουν ένα όχημα ανταγωνιστή που μεταφέρει μεγάλη ποσότητα ηρωίνης.
Το πως ο Yanis και η συμμορία του θα αντιδράσουν σε αυτό, θα το δείτε στην οθόνη…
Πρέπει να παραδεχτώ ότι από τη ταινία δε περίμενα τίποτα περισσότερο από μια περιπετειούλα να περάσει η ώρα, με τα μόλις 80 λεπτά διάρκειας να κάνουν τη θέασή της ακόμα πιο εύκολη.
Αν κατάφερνε να με διασκεδάσει καλώς, αν όχι, μικρό το κακό.
Μετά το δυνατό εισαγωγικό πεντάλεπτο που παρακολουθούμε μια επιτυχημένη ληστεία τους, το Braquers του Julien Lecklercq μας παρουσιάζει ένα πρόσωπο που δε περιμέναμε.
Αφήνοντας στην άκρη τη δράση, καταπιάνεται με τα διαπροσωπικά των ληστών, πώς είναι η ζωή τους με τις οικογένειές τους, το πώς -αναγκαστικά- περνούν ώρα μαζί και εκτός “δουλειάς” αφού είναι πρακτικά αδύνατο να έχουν άλλες κοινωνικές σχέσεις, πως είναι μια εναλλακτική μικρογραφία οικογένειας, με άλλα λόγια.
Θεωρητικά αυτό το κομμάτι του φιλμ θα έπρεπε να προσθέσει στους “ήρωες” μια επιπλέον διάσταση, να τους κάνει πιο ανθρώπινους, και κατ’ επέκταση πιο συμπαθείς.
Το σενάριο όμως επιλέγει να κάνει το ακριβώς αντίθετο, να μη τους δώσει δηλαδή έναν χαρακτήρα αντι-ήρωα ώστε ο θεατής να μπορέσει να συμπάσχει μαζί τους, με αποτέλεσμα μη σου καίγεται καρφάκι για τη μοίρα τους, και αυτά τα σαράντα περίπου λεπτά να πηγαίνουν στο βρόντο.
Και εκεί που έχεις απογοητευτεί και τα 80 λεπτά σου μοιάζουν αιώνας, το Braquers επιτέλους βάζει μπρος.
Όλα ξεκινούν από το εκβιαστικό τηλεφώνημα του Salif, με τη συμμορία να προσπαθεί να αποφασίσει πως θα αντιδράσει, τις “οικογενειακές” σχέσεις να σπάνε, καταλήγοντας στη πιο ριψοκίνδυνη απόφαση.
Αν και το στροφόμετρο δε χτυπάει σχεδόν ποτέ κόκκινο, μη περιμένετε δηλαδή δαιμονιώδη δράση και χολυγουντιανά ανθρωποκυνηγητά, το έξυπνο και γρήγορο σενάριο παίρνει το φιλμ από το χέρι και το οδηγεί από τη μία καλογυρισμένη σεκάνς στην επόμενη, από το ένα αδιέξοδο στο άλλο, και από τη μία ριψοκίνδυνη αυταπαρνητική πράξη μέχρι και τη τελική θυσία, χωρίς να ακουμπήσει καθόλου το πόδι στο φρένο, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά τη σχετικότητα του χρόνου, με το δεύτερο σαραντάλεπτο να περνάει απολαυστικά εύκολα.
Το Braquers θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το μικρό, πολύ μικρό και μακρινό ξαδερφάκι του Heat.
Καλογυρισμένο, με εξαιρετικές ερμηνείες αλλά με σεναριακές επιλογές στο πρώτο μισό που καταδικάζουν το τελικό αποτέλεσμα ανίκανο να φτάσει στα επίπεδα που ίσως του άξιζε.
Αλέξανδρος Κυριαζής.