Η Νικόλ θα επιχειρήσει να κάνει μια ανάλυση στη θεωρεία του Mullholland Drive, την αριστουργηματική ταινία του David Lynch, που θα ολοκληρωθεί σε 4 μέρη.
Το FilmBoy επιμένει να χαρακτηρίζει 'Τέχνη' το σινεμά και προσπαθεί να την μεταδώσει με στήλες όπως 'Περί Φιλ(μ)οσοφίας' που ξεκίνησε το 2013, και που η Νικόλ θα συνεχίσει από σήμερα.
A. Αληθοφάνεια και πραγματικότητα
Δημιουργώντας ένα πρόχειρο πλάνο στο μυαλό μας, η ταινία θα μπορούσε να χωριστεί σε 2 ή 3 θεματικά διαφοροποιημένα μέρη.
Ας επιλέξουμε, όμως, να την χωρίσουμε σε 3 για πιο λεπτομερή προσέγγιση.
Η ταινία ξεκινά με το 1ο μέρος, που ορίζεται (με ένα πρόχειρο ξανατονίζω σχεδιάγραμμα) από το τέλος των τίτλων αρχής έως πριν το κλαμπ Silencio, συνεχίζει με το 3ο μέρος, που είναι μετά την είσοδο στο μπλε κουτί έως και το τέλος, και ολοκληρώνεται με το 2ο μέρος, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ των άλλων 2, και είναι όλη η σκηνή του κλαμπ Silencio μέχρι και την είσοδο στο μπλε κουτί.
Χωρίζοντάς τη λοιπόν στα 3 αυτά μέρη, μπορούμε να αντλήσουμε 2 βασικές πληροφορίες ως βάσεις για την επίλυση του παζλ:
I. Την πραγματική ή όχι υπόσταση του κάθε μέρους
II. Τη ροή της ταινίας απ’ την αρχή μέχρι το τέλος (αν τα μέρη μπουν σε μια σωστή σειρά)
Συνεπώς, παρατηρώντας τα 3 μέρη θα ξεχώριζε κάποιος ότι το 2ο μέρος δεν είναι σίγουρα πραγματικότητα (σκηνή-κλειδί εκείνη της τραγουδίστριας που λιποθυμά).
Από τα άλλα 2 δεν υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία για να ξεχωρίσει το αληθινό από το μη ρεαλιστικό μέρος.
Εκτιμώντας, όμως, ορισμένα «κενά» που αφήνει το 1ο μέρος κατά την εξέλιξή του αλλά που συμπληρώνονται από την αψεγάδιαστη ροή του 3ου, θα καταλήγαμε ίσως ότι το 3ο είναι η πραγματική ιστορία.
Η εικασία αυτή, ενισχύεται αν δοθεί έμφαση στα δομικά στοιχεία του 1ου μέρους.
Είναι, ουσιαστικά, σκηνές με διακοπτόμενη ροή, που ναι μεν ακολουθούν έναν βασικό άξονα αφήγησης, αλλά διακόπτονται έντονα από ολόκληρες σεκάνς που ποτέ δεν εξηγούνται.
Θυμίζει κάτι αυτό;
Μήπως μια κλασική περίπτωση ονείρου;
Τα όνειρα έχουν θεωρηθεί από πολλούς επίπλαστες ιστορίες του εγκεφάλου επηρεασμένες από την πραγματικότητα, αλλά πολύ ευμετάβλητα στις επιρροές της.
Δεν είναι λίγες οι φορές που στοιχεία ενός ονείρου μαρτυρούν στο κοιμώμενο άτομο ότι όντως ονειρεύεται.
Τα στοιχεία αυτά πρόκειται για «σκουντήματα» πραγματικότητας, καταστάσεις δηλαδή στις οποίες τείνουμε να ξυπνήσουμε (πχ η σκηνή που οι 2 πρωταγωνίστριες βρίσκουν το πτώμα στο κρεβάτι), από σκέψεις και εικόνες που περνούν εκείνη τη στιγμή από το μυαλό του κοιμώμενου ατόμου, εντελώς άσχετες με την κεντρική ονειρική ιδέα, αλλά αδυνατεί να τις διαχωρίσει από τα ονειρικά δρώμενα λόγω της κατάστασης βαθιάς ύπνωσης στην οποία βρίσκεται (πχ η σκηνή που οι 2 άντρες συζητούν στην καφετέρια).
Αν το αντιμετωπίσουμε, βέβαια, σκηνοθετικά, ο λόγος που επιβεβαιώνει την ονειρική υπόσταση του 1ου μέρους, και όχι κάποια μορφή φαντασίωσης ή οτιδήποτε άλλο νοητικό παιχνίδι, είναι τα μικρά και σκοτεινά πλάνα στην αρχή του 1ου μέρους, που ενώ μοιάζουν τόσο ασήμαντα κρύβουν χαρακτηριστικότατες πινελιές του David Lynch.
Στον κόσμο του Lynch, ο θεατής δεν εισάγεται σεναριακά και κατά την πορεία του στόρι στον κόσμο του ονείρου αλλά μέσω ενός συγκεκριμένου αντικειμένου που λειτουργεί ως «θύρα» στον κόσμο αυτό - χαρακτηριστικό παράδειγμα άλλης ταινίας της φιλμογραφίας του που χρησιμοποιήθηκε αυτή η τεχνική είναι το “Blue Velvet (1986)” όπου χρησιμοποιήθηκε ένα αυτί στην αρχή της ταινίας ως «θύρα» ονείρου ενώ το ίδιο αυτί επανεμφανίζεται αργότερα για τη λήξη του ονείρου.
Στην αρχή, λοιπόν, του 1ου μέρους, η κάμερα εστιάζει σε κομοδίνα ενός υπνοδωματίου και στη συνέχεια ακολουθεί μια πτωτική κίνηση δείχνοντας ένα μαξιλάρι και λήγοντας τη σκηνή με τον χαρακτηριστικό ήχο που αφήνει ένα μαξιλάρι την ώρα όταν πέφτει κάποιος με φόρα επάνω του.
Η «θύρα» ολοκληρώνεται στο 3ο μέρος (μιας και τα γεγονότα δεν ακολουθούν γραμμική αφήγηση), με την αυτοκτονία της πρωταγωνίστριας.
Στο 2ο Μέρος: Χρονοδιάγραμμα
Νικόλ Φιλιπποπούλου.