Η πολυαναμενόμενη ταινία του καλοκαιριού, αλλά και μια από τις ταινίες της χρονιάς, καθώς κάθε δημιουργία του Christopher Nolan αποτελεί είδηση.
Αυτή τη φορά ο Nolan αλλάζει θεματολογία και αφήνει τα σκεπτόμενα και επικών διαστάσεων sci-fi blockbuster που μας είχε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, και ασχολείται με μια αληθινή ιστορία από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εδώ επικεντρώνεται στα γεγονότα που ακολούθησαν τη μάχη της Δουνκέρκης που πραγματοποιήθηκε το 1940 με μεγάλη νίκη των Γερμανών, με την ταινία να παρακολουθεί την προσπάθεια των Βρετανών στρατιωτών να διαφύγουν από την παραλία όπου είχαν αποκλειστεί.
Ο Nolan, με πρωτόγνωρο θα λέγαμε ρεαλισμό και περιεκτικότητα (λιγότερο από 2 ώρες διάρκεια), μας μεταφέρει και εμάς στο πολεμικό σκηνικό με μια ολοζώντανη σκηνοθεσία, βάζοντάς μας δίπλα στους στρατιώτες.
Η αφήγηση εξελίσσεται με μια παράλληλη, αλλά όχι πάντα γραμμική χρονικά, εξιστόρηση σε 3 χώρους (από τη θάλασσα που ερχόταν βοήθεια, από τον αέρα που ερχόταν κάλυψη, και από τη στεριά που προσπαθούσαν να διαφύγουν), διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό ισορροπία και ακρίβεια.
Εξαιρετικό οπτικά, είτε με ζωντανά κοντινά, είτε με εντυπωσιακές πανοραμικές λήψεις, αλλά και ακουστικά, με τις συνθέσεις του Hans Zimmer.
Ο Zimmer, μόνιμος συνεργάτης του Nolan, δημιουργεί μια όχι από τις πιο εμπνευσμένες μουσικές του, αλλά άψογα εναρμονισμένη με την εξέλιξη, με ένα «υπόγειο» μουσικό χαλί που γιγαντώνει την αγωνία.
Μεγάλο ενδιαφέρον όμως έχει η γενικότερη προσέγγιση του Nolan.
Βλέποντας το αποτέλεσμα, αυτό που έχουμε δεν είναι άλλη μια πολεμική ταινία, αλλά μια ταινία επιβίωσης.
Μπορεί το σκηνικό να θυμίζει το Saving Private Ryan, αλλά με μια αντίθετη διαδρομή και ιδεολογία, ο Nolan δεν κάνει μια υπερηρωική και πατριωτική ταινία όπως αυτή του Spielberg, αλλά μια ταινία για αντιήρωες.
Για μικρά παιδιά, αθώα και μη πολιτικοποιημένα, που λειτουργούν ως πιόνια στον παραλογισμό του πολέμου, και το μόνο που επιθυμούν είναι να επιβιώσουν και να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Για αυτό το λόγο περιορίζει στο ελάχιστο τους διαλόγους, δεν αναπτύσσει τους περισσότερους χαρακτήρες (για πολλούς δεν μαθαίνουμε καν τα ονόματα), ενώ στους ρόλους των στρατιωτών χρησιμοποιεί ένα νεανικό και αρκετά άγνωστο καστ, ώστε να ταυτιστούμε με την εικόνα νεαρών παιδιών, όπως αυτά που υπηρετούν στον πόλεμο.
Τα πιο γνωστά ονόματα του καστ τα συναντάμε σε β’ ρόλους.
Ο εξαιρετικός Mark Rylance (The BFG) τον οποίο οι περισσότεροι μάθαμε στο Bridge of Spies, έχει τον μεγαλύτερο και πιο ανεπτυγμένο χαρακτήρα, ο Kenneth Branagh (Jack Ryan: Shadow Recruit) και μόνο με την παρουσία του πείθει σε ρόλο αξιωματικού, ενώ δίπλα του βλέπουμε τους γνώριμους πλέον σε ταινίες του σκηνοθέτη, Cillian Murphy (Anthropoid) και Tom Hardy (The Revenant).
Οι θαυμαστές του Hardy βέβαια μπορεί να διατυπώσουν κάποια παράπονα, καθώς στο σύνολο σχεδόν της ταινίας ο Άγγλος ηθοποιός είναι για άλλη μια φορά μασκοφορεμένος.
Εξαιρετικά καλογυρισμένη αντιηρωική ταινία γύρω από τον πόλεμο, εντυπωσιακή οπτικοακουστικά, που σε καθηλώνει στην παρακολούθηση.
Στους κινηματογράφους από 24 Αυγούστου.
Γιώργος Νυκταράκης.