Παρά την ομολογουμένως ποιητική φύση του, το “Last year at Marienbad” θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα πιθανολογικό παιχνίδι ιστοριών και αποτελεσμάτων, ισοπεδωτική καταγγελία του αφηγηματικού αμερικανικού και όχι μόνο, σινεμά, με συνειρμική και σουρεαλιστική βάση.
Η αργή και γενικευμένη απόδοσή του, δεν «βαδίζει» σε εγκεφαλικά μονοπάτια, αλλά υιοθετεί μια πιο προσωπική οδό, παίζοντας με πινελιές αληθοφάνειας μέσα σε μια υποσυνειδησιακή πραγματικότητα.
Αυτός είναι ενδεχομένως και ο λόγος που η πολλαπλότητα των ερμηνειών της δεν στηρίζεται στην αλληλουχία των εικόνων, αλλά στην αλληλουχία ορισμένων «κλειδιών» του υποσυνειδιακού σύμπαντος.
Ποιος σκέφτεται;
Ποιος ζει;
Αλλά και ποιος υπάρχει απλά;
Η ταινία από την πρώτη κιόλας στιγμή μας φέρνει αντιμέτωπους με διλήμματα κι επιλογές, όπως αντίστοιχα και η επιφάνεια της διαδραματιζόμενης ιστορίας που παρακολουθεί.
Έγινε ή δεν έγινε ποτέ η συνάντηση στο Marienbad;
Ή μήπως δεν έχει καμία σημασία το αποτέλεσμα αλλά η πορεία;
Υπό ρεαλιστικές συνθήκες, η ανακάλυψη μιας υποτιθέμενης ανάμνησης με την ύπαρξη ενός δεύτερου προσώπου, θα ήταν μια εκπληκτική ευκαιρία να διασταυρωθούν οι σκέψεις των δύο αυτών προσώπων.
Στο υποσυνείδητο όμως, τίποτα δεν είναι ριζωμένο.
Η ύπαρξη δεύτερου προσώπου, πιθανολογεί την ρεαλιστική του υπόσταση, αλλά επιφυλάσσει ταυτόχρονα κι ένα ενδεχόμενο σουρεαλιστικής αυτοδημιουργίας του.
Θυμίζει πολύ έντονα μια φωνή της λογικής ή του παραλόγου, οι βάσεις της οποίας προέρχονται από πραγματικά πρόσωπα, προωθώντας μια εξέλιξη κρυψίνους, που αποκρύπτει δηλαδή, ή περιπλέκεται με μια ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ αληθινή κατάσταση.
Είναι λογικό κιόλας.
Για ποιο λόγο να θέλει κάποιος να καταφύγει στον υποσυνειδησιακό του χώρο, χωρίς κάποια συγκεκριμένη αφορμή;
Ο ανθρώπινος νους, έχει τη δυνατότητα, εν άγνοιά του, να συνδυάζει εικόνες, καταστάσεις, πρόσωπα και συμπεριφορές, σε έναν κοινό παρονομαστή, υποθάλποντας αυτά που βλέπει εκείνη τη στιγμή και γνωρίζοντας εκ των προτέρων την ουσία του πράγματος.
Για τον σκηνοθέτη Alain Resnais, οι συνδυασμοί μπορούν να γίνουν τόσο περίπλοκοι, που χάνουν τη λογική συνάφεια μεταξύ τους και λειτουργούν εντελώς συνειρμικά, προωθώντας μια εξέλιξη όχι μόνο στα λογικά της πλαίσια, αλλά και σε κόσμους ανεξερεύνητους από γήινη εγκεφαλικότητα.
Συνεπώς, αν όλο αυτό το σύμπαν γινόταν εικόνα, ναι μεν θα ήταν ασύνδετο και ανεξήγητο ως διαρκής αλληλουχία, αλλά με τη σωστή επιλογή των «κλειδιών» του, θα μπορούσε να προσεγγιστεί πιθανολογικά μια ψυχολογική κατάσταση του ήρωα και πολλά ενδεχόμενα παρακλάδια της.
Τι διαθέτουμε, λοιπόν, στο “Last year at Marienbad”;
Μια γυναίκα να αναρωτιέται, έναν άντρα να της απαντά, ένα καθοριστικό συμβάν και ο έρωτας, ως παράδρομος στην μεταξύ τους ολότητα.
Θα ήταν πιθανολογικά λάθος να τονιστεί η υπόσταση του έρωτα σαν θεματολογική ύπαρξη μεγίστης σημασίας και όχι ως απομακρυσμένη αφορμή, που υποβόσκει στο μυαλό της πρωταγωνίστριας ως ο «αποδιοπομπαίος τράγος» στην συνειδητοποίηση του χαρακτήρα ενός άντρα.
Το αποτέλεσμα: μια θεωρητική αναζήτησή των χαρακτηριστικών του στα υποσυνειδησιακά βιώματα μιας γυναίκας.
Μέσα στο «φαίνεσθαι» και την αυταπάτη ενός επικίνδυνου θεάτρου, ο οπτικός και ακουστικός πειρασμός πλησιάζει ύπουλα στο μυαλό έτοιμος να απλοποιήσει κάθε ενδοιασμό, με τρόπους που μόνος εκείνος ξέρει- όπως ένας άγνωστος σε μια χλιδάτη έπαυλη που ξέρει όλα της τα δωμάτια απ’ έξω κι ανακατωτά ή ένα παιχνίδι με διαφορετική πορεία αλλά πάντα ίδιο νικητή.
Η «μασκοφόρα» βία κι επιθετικότητα, μπορεί εύκολα να παρομοιαστεί με τον ρομαντισμό και τη μαγνητώδη έλξη, με την διαφορά ότι στο τέλος όλες οι μάσκες πέφτουν.
Τότε θα έρθει η στιγμή που μια γυναίκα θα αναρωτηθεί: «Μήπως το ήξερα ήδη;»
Το “Last year at Marienbad” (L'année dernière à Marienbad ο Γαλλικός τίτλος) δεν είναι η συγκεκριμένη ιστορία για μια συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά η ολότητα γενικευμένων χαρακτήρων, προσωπείων και καταστάσεων κλεισμένα σε έναν αέναο ποιητικό στοχασμό μιας συγκεκριμένης γυναίκας.
Η γενικευμένη φύση του μπορεί να μην το καθιστά ένα δύσκολο εγκεφαλικά ή σαν σύλληψη δημιούργημα, καθώς το σενάριό του δεν περικλείει το μυαλό του θεατή, στην απόδοσή του (θα μπορούσε κάλλιστα κάποιος να απομυθοποιήσει την υποκειμενική και θεωρητική του βάση), ούτε περιορίζει ιδιαίτερα την πιθανολογία του, αρκεί ωστόσο για να υπενθυμίσει στους λάτρεις του σουρρεαλιστικού στοχασμού ένα αφηρημένο ενδεχόμενο: κάποιες ανθρώπινες πραγματικότητες ίσως δεν τελειώνουν ποτέ.
Νικόλ Φιλλιπποπούλου.