Μετά από ένα τρομοκρατικό χτύπημα το οποίο στοίχισε τη ζωή της κοπέλας του, ο Μιτς (Dylan O’Brien, Deepwater Horizon) αποφασίζει να πάρει εκδίκηση.
Αυτό όμως έχει σαν αποτέλεσμα να τραβήξει τα βλέμματα της CIA, η οποία θέλει να τον στρατολογήσει για λογαριασμό της, και τον δικό της αγώνα κατά της τρομοκρατίας.
Η ταινία είναι αυτό που ονομάζουμε λαϊκά, αμερικανιά.
Δίνοντάς μας κάπως εκβιαστικά και βεβιασμένα τη μεταστροφή του ήρωα από ένα ερωτευμένο παιδί σε έναν σκληρό εκδικητή, στη συνέχεια χρησιμοποιεί το έδαφος από την πρόσφατη εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ για να στήσει μια κλασική ιστορία.
Αυτή ενός πληγωμένου άντρα ο οποίος παρουσιάζει μια αντιδραστική συμπεριφορά, δεν τα πάει καλά με τους κανόνες, αλλά αφού περάσει την απαραίτητη μιλιταριστική εκπαίδευση ως αουτσάιντερ, αναγκάζεται(;) να βοηθήσει την πατρίδα του, παρά τη θέλησή του.
Και αυτό πάντα αρέσει όταν πετυχαίνει, καθώς επιβεβαιώνει εμφατικά το American Dream.
Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος όταν αυτό γίνεται στο όνομα της «ασφάλειας», της «πατρίδας», και της «προστασίας» του κόσμου.
Ο σκηνοθέτης Michael Cuesta ακολουθεί αυτή τη συνταγή, διατηρώντας ένα πατριωτικό ύφος σε όλη τη διάρκεια.
Σκηνοθετικά προσπαθεί να δώσει μια ζωντανή κινηματογράφηση στις σκηνές δράσης, με ορισμένες να είναι καλές, άλλες να είναι αχρείαστα βίαιες, ενώ το φινάλε χαρακτηρίζεται από έναν υπερβολικά πανηγυρικό (ή και πανηγυριώτικο) τόνο.
Αλλά όπως συμβαίνει και στις περισσότερες ανάλογες περιπτώσεις, το πολιτικό σκηνικό απλώς αποτελεί την αφορμή για ξέφρενη δράση, για ένα υπερβολικό σενάριο, και για χάρτινους ήρωες.
Μόνο σε ένα σημείο κάνει μια έμμεση κριτική, λέγοντάς μας ότι οι αντίπαλοι των Αμερικανών δεν είναι όπως παρουσιάζονται στην κοινή γνώμη, δηλαδή ως βάρβαροι και κακοί, αλλά οι πράξεις τους που δείχνουν τέτοια συμπεριφορά είναι συνέπεια της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Αλλά μέσα στο υπόλοιπο ιμπεριαλιστικό κλίμα αυτό ξεχνιέται γρήγορα.
Όσον αφορά τους ηθοποιούς, αυτός που δείχνει πιο ταιριαστός απ’ όλους είναι ο Michael Keaton στο ρόλο του σκληρού εκπαιδευτή, έχοντας στο πλάι τους νεαρούς Dylan O’Brien και Taylor Kitsch (Lone Survivor), οι οποίοι όμως δεν μας δίνουν κάτι αξιομνημόνευτο.
Αυτό που έχουμε τελικά είναι μια κλασική αμερικάνικη περιπέτεια, που εκμεταλλεύεται την εξωτερική πολιτική της χώρας για να φτιάξει μια υπερβολική ιστορία εκδίκησης και πατριωτισμού.
Στους κινηματογράφους από 28 Σεπτεμβρίου.
Γιώργος Νυκταράκης.