“The 1st time it seduces you!The 2nd it absorbs you!The 3rd you fall in love with it!The 4th it ruins you!”
Aυτό το ποιηματάκι θα συνόψιζε μέσα σε μερικές λέξεις τη συναισθηματική κλιμάκωση των προβολών, ενός φανατικού του «Μαύρου Κύκνου».
Ωθώντας τον θεατή σε μια στοιχειωτική, ψυχολογικά μυστικιστική και συναισθηματικά εξπρεσιονιστική θεώρηση, ο «Κύκνος» του Aronofsky δεν υπομένει σιωπηρά την προβοκατόρικη φύση του δημιουργού του, αλλά θεμελιώνεται «εσωτερικά» στις κεντρικές ιδέες της, καταθέτοντας ψυχή, πάθος και…. εγκεφαλικότητα.
Προσοχή, όμως!
Το μέγα λάθος θα ήταν η αναμονή μιας αφηγηματικής εγκεφαλικότητας-όπως εκείνη της περίεργης δομής του “The Fountain (2006)”- και η άγνοια ενός πιο συνδυαστικού και ολοκληρωμένου «παιχνιδιού του μυαλού», που καταλήγει να αποπροσανατολίζει τον θεατή από αυτό που βλέπει, μπλέκοντάς στα λαβυρινθώδη υπόβαθρα του ψυχογραφήματος που βρίσκεται στην οθόνη του.
Α. Η Nina είναι ο καθρέφτης της μητέρας της
Με πιο απλά λόγια, τι ήταν αυτό που είδαμε στον «Μαύρο Κύκνο» και άφησε την αινιγματικότητα του να «αιωρείται» στην τελική του σεκάνς;
Ήταν η οικογενειακή ιστορία μια χορεύτριας που ασφυκτιούσε από την πίεση της μητέρας της;
Ήταν η ιστορία μιας χορεύτριας που απέκτησε ψυχολογικά προβλήματα λόγω της τελειομανίας της;
Ή μήπως δεν ήταν η ιστορία της ΧΟΡΕΥΤΡΙΑΣ αλλά η περιγραφή του μυαλού της χορεύτριας;
Γενικευμένα, ίσως δεν είναι τίποτα από τα τρία, αλλά αθροιστικά αποτελούν και τα τρία μια προειδοποίηση για τις άμεσες συνεπαγωγές της κεντρικής ιδέας της ταινίας:
1. Δεν είναι οικογενειακή ιστορία, αλλά η απεικόνιση της ενστικτώδους και ψυχαναγκαστικής μητρικής υπερπροστασίας, που λειτουργεί ως πρότυπο για την ανάπτυξη του κεντρικού χαρακτήρα της ηρωίδας αλλά και ως ΥΠΟΒΑΘΡΟ (όχι κύριο άξονα) της ολικής ιστορίας.
2. Οι φαντασιώσεις και η παράνοια χτυπούν «οπτικά» την πόρτα!
Μην πέσετε θύμα του εικονοκλαστικού τους σουρεαλισμού, αλλά θυμηθείτε τι βλέπετε και ποιον ακολουθείτε.
Τώρα πια, το ψυχολογικό μοντέλο, μαζί με το νοητικό και το ρεαλιστικό, αλληλεπιδρούν αλυσιδωτά, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για αμφισβήτηση της αλήθειας.
Γιατί; Γιατί έτσι το βλέπει η Nina κι «τυχαίνει» η κάμερα να ακολουθεί αυτή.
Η αφηγηματική, ωστόσο, ροή δεν απέχει παρασάγγας από την εικονική αποτύπωση, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την κλιμακωτή παρουσίαση των θεματικών διαφοροποιήσεων του χαρακτήρα της Nina.
H σειρά τους δε, είναι απλούστατη, αρκεί να τεθούν σε εφαρμογή οι επιλογές μιας καταπιεστικής, μητρικής περσόνας και να βγουν στην επιφάνεια υπό την καθοδήγηση μιας αφορμής (η ιστορία του έργου που θα πρωταγωνιστήσει η Nina), η οποία πια θα ριζώσει ως προσωπικό βίωμα.
Μόνο που αυτή τη φορά, πρόκειται για ένα βίωμα βαθιά αγκιστρωμένο, με υποσυνείδητο και ψυχολογικό αντίκτυπο, διαμορφώνοντας σταδιακά έναν 2ο εαυτό που ελέγχει την υπόσταση της Nina ֗ ένα «μικρόβιο» που φυτεύει μια ιδέα, την αναπτύσσει σαν φιλοσοφία και τρέφεται μέσα από αυτή.
H ιδέα, μάλιστα, πηγάζει άμεσα από τον πραγματικό χαρακτήρα της Nina: Ένα κορίτσι αδύναμο, εσωστρεφές, με κατευθυντήριο άξονα την «τελειομανία» και τον έλεγχο κάθε στιγμής της ζωής της.
Ένας τέλειος «λευκός κύκνος» δημιουργημένος από τη μητέρα, με πολλή «αγάπη»!
Μέχρι που από κάπου μακριά, έρχεται κι ένας άλλος «κύκνος», σκοτεινός, αδίστακτος, πλησιάζοντάς την ύπουλα, με το προκάλυμμα των εκλειπόμενων πατρικών συμβουλών. Δεν χρειάζεται, απολυτότητα, υπάρχει εξάλλου ένας καθηγητής που μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για τη δράση του. Αρκεί το μέσο να της ψιθυρίσει ανοιχτά πλέον την επιθυμητή ιδέα: «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥ»!
Β. Οι δύο «κύκνοι» σε ένα σώμα
Η καλλιέργεια και ανάπτυξη του «Μαύρου κύκνου», δεν αποτελεί μια ξαφνική εμφάνιση μέσω φαντασιώσεων της Nina, αλλά χτίζεται ως αντιθετική ημι-ύπαρξη στον ήδη ζωντανό «Λευκό κύκνο».
Η «Απελευθέρωση» από κάθε είδους δεσμά του εαυτού της, δεν μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, αλλά απαιτεί εξελικτική «κατοχή» των πτυχών της προσωπικότητάς της και οριστική εγκαθίδρυση της ιδέας στο μυαλό της, έναντι του εντελώς αντίθετου και ανασταλτικού «Λευκού κύκνου».
Η αντιθετική αυτή σχέση τους, εξάλλου, είναι και η κυριότερη αιτία των φαντασιώσεών της, η οποία βρίσκει δυνατότερο στήριγμα με την εμφάνιση της Lily (Mila Kunis), «χαρακτήρας-κλειδί» για την επαγγελματική και ιδιωτική ζωή της Nina, λόγω της πλήρους και ρεαλιστικότατης ενσάρκωσης του «Μαύρου κύκνου» στο πρόσωπό της.
Η σεξουαλική φαντασίωση της Nina, με την Lily, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση προϊόν λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας, όσο μια δράση του εσωτερικού «Μαύρου κύκνου» στην αλληλεπίδρασή και ταύτισή του με τον εξωτερικό «Μαύρο κύκνο».
Είναι, όμως, κι ένα εκδικητικό όπλο, απέναντι στο «Λευκό κύκνο» και τις μητρικές του βάσεις, οι οποίες αρχίζουν να αποσυντίθενται και να διακατέχονται πλέον από το συναίσθημα της απελευθέρωσης.
Πόσο όμορφη είναι πια αυτή η απελευθέρωση, σχεδόν φαντασμαγορική, ειδικά αν έχει προηγηθεί κάποιου είδους συζήτηση που να έχει διαμορφώσει επακριβώς τα πλαίσια στα οποία θα εκδηλωθεί.
Και είναι τόσο εθιστική η επιθυμία και μόνο, που αφαιρεί πλέον το κύρος οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος.
Άραγε αξίζει, να ζει κανείς για να ικανοποιεί τους άλλους, όταν δεν έχει τη δύναμη να ζήσει όπως ο ίδιος επιθυμεί;
Ή τουλάχιστον, όπως ο ίδιος ΘΕΩΡΕΙ ότι επιθυμεί;
Ένας ψυχολόγος θα μπορούσε να διαφωτίσει περισσότερο αυτό το δυσερμήνευτο ζήτημα, αλλά ο Aronofsky κρυμμένος πίσω από την Nina δηλώνει κάθετα την απαισιόδοξη σκέψη του για το τέλος της παρανοϊκής σχιζοφρένιας της ηρωίδας του.
Η Nina θέλει να πεθάνει!
Γιατί μόνο μέσα από το θάνατο θα ζήσει αιώνια, αυτό για το οποίο είναι προορισμένη ֗ να χορεύει δηλαδή τον «Μαύρο Κύκνο» της ζωής της.
Με σκηνοθετική λεπτομέρεια και αρμονική κίνηση της κάμερας στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριάς του, ο Aronofsky σκηνοθετεί την τελική σεκάνς του χορού, μια σκηνή βαθύτατα σουρρεαλιστική, μετατοπίζοντας πλέον τη σεναριακή έκβαση στο κοινό του.
Ο θεατής είναι εκείνος που θα αποφασίσει αν είδε τη Nina να χορεύει.
Η ίδια, ούτως ή άλλως το έζησε, καθώς μέσα από τις παραισθήσεις έχει τη δυνατότητα να αισθάνεται και να ζει τον κόσμο που η ίδια αναζητά στη ζωή, γι’ αυτό και ο ΔΙΚΟΣ ΤΗΣ χορός αποτελεί και το εισιτήριό της για τον Άδη.
Ίσως τελικά αυτός ο Άδης, υποκρύπτει και μια πιο προσωπική και δευτερεύουσα αναφορά του Aronofsky στην θρησκευτική παιδεία που ο ίδιος είχε λάβει από παιδί και η οποία θα στεκόταν λιγότερο ανθρώπινη και συμπονετική με την Nina απ’ ότι στάθηκε εκείνος, ψάχνοντας θεούς και δαίμονες για να αιτιολογήσει την αυτοκτονία της.
Έχει, παρόλ’ αυτά καμία σημασία πώς θα το πεις;
Στο τέλος η Nina θα πεθάνει, ο «Μαύρος κύκνος» θα έχει εκπληρωθεί και ο «Λευκός κύκνος» επιτέλους θα «πετάξει».
Νικόλ Φιλλιποπούλου.