Ένας μοναχικός επιδιορθωτής κινηματογραφικών μηχανών ζει στο φορτηγό του και δουλεύει από πόλη σε πόλη κατά μήκος των γερμανικών συνόρων.
Ένα πρωινό βλέπει ένα αυτοκίνητο να πέφτει στον ποταμό Έλβα.
Ο επιβαίνων, ένας παραιτημένος από τη ζωή παιδοψυχολόγος, σώζεται τελικά από την αυτοκτονία και μαζί ενώνουν τις ζωές τους σε μία κοινή περιπλάνηση.
Το τρίτο μέρος της τριλογίας “ταινιών δρόμου” (Alice in the Cities και Wrong Move τα άλλα δύο) του σπουδαίου Γερμανού σκηνοθέτη Wim Wenders δεν είναι παρά ένα ακόμα πρωτοποριακό φιλμ που τάραξε τα κινηματογραφικά νερά της δεκαετίας του 70 και έδωσε μία νέα πνοή στον μοντέρνο κινηματογράφο.
Βραβείο FIPRESCI και υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες.
Ο Wenders γύρισε την ταινία σε έντεκα εβδομάδες χωρίς καν να υπάρχει σενάριο.
Τα μόνα υλικά που είχε ήταν τα μέρη την κάμερα και την ακόρεστη δίψα του να δημιουργήσει.
Οι δύο αρχετυπικοί Wenders-ικοί χαρακτήρες συναντιούνται τυχαία, αναπτύσσουν μία παράξενη φιλία και διανύουν από κοινού ένα ταξίδι υπαρξιακής αναζήτησης στην διχασμένη μεταπολεμική Γερμανία των 70's.
Όπως και στο Alice in the Cities έτσι κι εδώ, το θέμα της αποξένωσης βρίσκεται σε πρώτο πλάνο.
Ο Γερμανός ξεκινάει από εκεί και γύρω από αυτόν τον άξονα σχολιάζει τη μοναξιά, την αλλοτρίωση, τα αδιέξοδα, τις εμμονές και την αμερικάνικη εισβολή στον δυτικό τρόπο ζωής και τις σύγχρονες κοινωνίες.
Παράλληλα ένας φόρος τιμής στον κινηματογράφο που ο ίδιος ο Wenders αγάπησε κι ένα πικρόχολο σχόλιο πάνω στην πορεία την εξέλιξη και την παρακμή του.
Στην εισαγωγή της ταινίας ο πρώτος διάλογος αναφέρεται στην μετάβαση από τον βωβό στον ομιλόντα κινηματογράφο και στο φινάλε μία ιδιοκτήτρια σινεμά μονολογεί για την εμπορευματοποίηση του.
Με οδηγό τα Noir του Φριτς Λανγκ (στον οποίο αφιέρωσε την ταινία) και τα αμερικάνικα γουέστερν και σύμμαχο την έμπνευση, το ταλέντο και τα δικά του βιώματα, ο Γερμανός δημιουργός συνθέτει μελαγχολικές, ποιητικές εικόνες αφηγούμενος άλλοτε ρεαλιστικά κι άλλοτε συμβολικά ανθρώπινες ιστορίες που γίνονται πολυδιάστατες μέσα από την πορεία τους στο χρόνο.
Λυρική σκηνοθεσία, λιτοί χαρακτήρες, παρατεταμένες σιωπές, εκφραστικά βλέμματα, εμβριθής διάλογοι, όλα σε αργούς ρυθμούς και ελλειπτική αφήγηση, λειτουργούν υπνωτιστικά μέσα στην εκθαμβωτική ασπρόμαυρη φωτογραφία των Robby Muller και Martin Schafer όπου οι εικόνες γίνονται συνοδοιπόροι των υπέροχων μουσικών θεμάτων του Axel Linstadt σε ένα μακρύ φιλμικό ταξίδι που ίσως θα έπρεπε να τελειώνει πιο σύντομα.
Τα 176 λεπτά κινηματογραφικού χρόνου αποδεικνύονται υπεραρκετά σε μία ταινία χωρίς σενάριο κι αυτό είναι το μόνο ελάττωμα που μπορεί να προσάψει κάποιος σ΄αυτό το πρωτοποριακό κινηματογραφικό δείγμα ενός αυθεντικού οραματιστή της 7ης τέχνης.
Στους κινηματογράφους σε επανέκδοση από 7 Σεπτεμβρίου.
Γιάννης Αποστολίδης.