Μεταφερόμαστε στις Η.Π.Α. τη δεκαετία του 60 και συγκεκριμένα στο Detroit, όπου το 1967 είχαν κορυφωθεί οι εντάσεις και οι συγκρούσεις μεταξύ αφροαμερικανών και αστυνομίας.
Με αφορμή αυτή την περίοδο, η ταινία περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν στο ξενοδοχείο Algiers με το θάνατο (ή δολοφονία πιο σωστά) αθώων πολιτών.
Η Kathryn Bigelow συνεχίζει να ασχολείται με ευαίσθητα θέματα της αμερικανικής ιστορίας, και μετά τα Hurt Locker και Zero Dark Thirty, στρέφει το βλέμμα της από τη σύγχρονη εξωτερική πολιτική στη δεκαετία του 60, και σε ένα καίριο εσωτερικό ζήτημα των Η.Π.Α.
Αυτό της αναβίωσης των φυλετικών διακρίσεων (οι οποίες μάλλον δεν είχαν χαθεί ποτέ και δυστυχώς παραμένουν μέχρι σήμερα), σε μια εποχή όπου ο συντηρητισμός δεκαετιών είχε συσσωρευτεί λόγω Ψυχρού Πόλεμου και των παραγώγων (Μακαρθισμός, Πόλεμος Κορέας, Βιετνάμ).
Αυτό το κλίμα φόβου και θυμού που έφτανε μέχρι το τυφλό μίσος μας δίνει άμεσα η Bigelow, με μια «νευρική» σκηνοθεσία με τα κινούμενα πλάνα της και τα πολλά κοντινά στους πρωταγωνιστές, ενώ και το τραχύ σενάριο μας μεταφέρει πειστικά στο κλίμα της εποχής και στις αντιλήψεις που επικρατούσαν, με τους ηθοποιούς να φέρνουν εις πέρας με επιτυχία τη δύσκολη αποστολή τους.
Υπάρχει όμως μια σημαντική ένσταση που προκύπτει από την προσέγγιση της Bigelow.
Με την επιμονή της πάνω στο θέμα, την αναλυτική αφήγηση, και μια ντοκιμαντερίστικη ματιά σε ορισμένα σημεία, αυτό που έχουμε είναι μια ωμή αλλά και ψυχρή παρουσίαση.
Όταν για 2 σχεδόν ώρες επιμένει να μας αναπαριστά τις συνθήκες της εποχής και τα συμβάντα του ξενοδοχείο με υπερβολική λεπτομέρεια, η ταινία κουράζει.
Το μόνο που βλέπουμε είναι έχθρα, μίσος και κακοποίηση, ξανά και ξανά.
Σίγουρα αυτό μας φέρνει κοντά στα αληθινά γεγονότα και στο κλίμα που επικρατούσε.
Αλλά κατά τη γνώμη μου είναι και ένας unfair τρόπος παρουσίασης που μου θύμισε αυτόν του 12 Years a Slave.
Όπως σε εκείνη την ταινία είχαμε επί 2 ώρες το μαστίγιο, εδώ έχουμε την αστυνομική βία.
Σίγουρα και οι δύο αποτελούν συγκλονιστικές ιστορίες, αλλά κάνοντας μια προκλητική επίκληση στο συναίσθημα παρουσιάζοντάς μας άφθονη βία και κοινωνική αδικία, χάνουν μέρος της κινηματογραφικής τους αξίας.
Μόνο στο τελευταίο μισάωρο επιλέγει να ξεφύγει από αυτή την τακτική, όταν μας παρουσιάζει την κατάληξη της ιστορίας μέσα από τις δικαστικές διαμάχες που ακολούθησαν.
Όμως έχοντας σπαταλήσει ήδη πολύ χρόνο, το τελευταίο κομμάτι δείχνει βιαστικό ώστε η ταινία να μην ξεφύγει ακόμα περισσότερο σε διάρκεια.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ρεαλιστική εξιστόρηση ενός συγκλονιστικού σίγουρα γεγονότος, στην πιο σκοτεινή ίσως δεκαετία της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας σε κοινωνικό επίπεδο.
Αλλά κινηματογραφικά με μια επανάληψη και επιμονή στη βαρβαρότητα, είναι πιθανό να κουράσει.
Στους κινηματογράφους από 7 Σεπτεμβρίου.
Γιώργος Νυκταράκης.