Όπως μας αποκάλυψε στη πρεμιέρα η συνεργάτης και σύντροφος του δημιουργού, Ιωάννα Καρυστιάνη, η ιστορία των 200 της Καισαριανής βρισκόταν εδώ και δεκαετίες κολλημένη στο πίσω μέρος του μυαλού του Παντελή Βούλγαρη, ως μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές της κατοχής.
Με τα χρόνια, η ιστορική έρευνα έφερνε καρπούς, με τις σημειώσεις όλο και να αυξάνονται, και επιτέλους έφτασε η ώρα να τη δούμε στη μεγάλη οθόνη, με τίτλο Το Τελευταίο Σημείωμα.
Απρίλιος 1944.
Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου.
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ένας μορφωμένος Κρητικός μικρασιατικής καταγωγής, βρίσκεται μεταξύ των κρατούμενων.
Εκεί εκτελεί χρέη μεταφραστή, έχοντας το δύσκολο έργο να είναι μάρτυρας των βάναυσων ανακρίσεων ώστε να μεταφέρει τις ερωτήσεις του Γερμανού διοικητή Καρλ Φίσερ στους εκάστοτε κρατούμενους και το αντίστροφο.
Αυτή η θέση τον έχει κάνει απόμακρο, με κάποιους συγκρατούμενους να τον κατηγορούν ως προδότη.
Στις 27 του μήνα, Έλληνες αντιστασιακοί στήνουν ενέδρα και σκοτώνουν τον διοικητή της Λακωνίας, Φράντς Κρεχ μαζί με τους τρεις συνοδούς του.
Η εντολή της Ναζιστικής Γερμανίας είναι ξεκάθαρη, 50 Έλληνες νεκροί για κάθε νεκρό Γερμανό.
Ο κλήρος πέφτει στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, με την ανακοίνωση να λέει ότι 200 άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο Σουκατζίδης, θα μεταφερθούν σε άλλο χώρο λόγω συνωστισμού, όμως η αλήθεια δεν αργεί για γίνει γνωστή, και το πρωινό της 1ης Μαΐου, θα γραφτεί το τραγικό τέλος στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Βάζοντας ως επίκεντρο έναν άνδρα που δεν ήταν ούτε ο σιδερένιος ιππότης, ούτε ο ατρόμητος ηγέτης, αλλά έχει μεγάλη πίστη στον αγώνα και στην ιδεολογία του, ο Βούλγαρης πραγματοποιεί κάτι που, κατά τα λεγόμενα εκείνου και της συντρόφου του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως passion project εις την βαρβαρικήν, μια ταινία που θέλει να μας κάνει να μη ξεχάσουμε, να γνωρίσουμε τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη και τους 199 συντρόφους του, να γνωρίσουμε τις συνθήκες διαβίωσης μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, να ζήσουμε σα να ήμασταν εκεί τις τραγικές στιγμές κατά τις οποίες οι 200 αποχαιρετούσαν με γλέντια, χορούς και μικρά γράμματα τους συγγενείς τους, τους αγαπημένους τους, τη πατρίδα, την ίδια τους τη ζωή και οδηγούνταν με καμιόνια στη Καισαριανή, ενώ λίγο νωρίτερα ο Ναπολέων είχε αρνηθεί τη χάρη που του προσφέρει ο Φίσερ, και φυσικά να γίνουμε μάρτυρες της ιστορικής εκτέλεσης.
Είναι μια ταινία που αξίζει να δει ο καθένας που νοιώθει έστω και τη παραμικρή ευγνωμοσύνη προς τους προγόνους του.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση, απαντώντας σε ένα ερώτημα που προσωπικά, όντας απολιτίκ δε με ενδιέφερε διόλου, αλλά εδώ και μήνες έχει ξεσηκώσει θύελλα υποθέσεων μεταξύ υμών, το κατά πόσο ο Βούλγαρης αναφέρει ή κρύβει κάτω από το χαλί ότι η πλειοψηφία των 200 ήταν κομουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι.
Με ιδιαίτερη προσοχή λοιπόν, το σενάριο κρατάει μια αξιοπρόσεκτη ισορροπία ώστε και να κάνει απόλυτα ξεκάθαρη την ιδεολογία τους, αλλά ταυτόχρονα να μη καταντήσει τη ταινία πολιτικό μανιφέστο.
Εξαιρώντας λοιπόν τους ένθεν κι ένθεν φανατικούς που πάντα θα βρίσκουν πάτημα για να γκρινιάζουν και να τσακώνονται, το σώφρον κοινό, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, σίγουρα θα εκτιμήσει αυτή την ισορροπία.
Για να περάσουμε στα τεχνικά, είναι γνωστό εδώ και μισό αιώνα ότι ο Παντελής Βούλγαρης είναι αριστοτέχνης της κάμερας, και εδώ με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Σίμου Σαρκετζή και του The Boy (Αλέξανδρου Βούλγαρη) στη μουσική επένδυση, μας δίνει ένα πανέμορφο αποτέλεσμα, ποιότητας που σπάνια αντικρίζουμε σπάνια σε ελληνική παραγωγή.
Δεν είναι όμως όλα ρόδινα.
Το βασικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στο πρώτο μισό της ταινίας, που επικεντρώνει στις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, τις ανακρίσεις, τα βίαια “καψόνια”, καθώς και στους ευφάνταστους τρόπους που οι κρατούμενοι επικοινωνούν μεταξύ τους ή με τον έξω κόσμο.
Ωραία όλα αυτά, με αρκετά μεγάλη ιστορική ακρίβεια (υποθέτω) αλλά, αν το δούμε με κινηματογραφική κυνικότητα, όλα αυτά τα έχουμε δει πολλές μα πάρα πολλές φορές, με αποτέλεσμα να μην έχουν το επιθυμητό shock factor.
Μία ακόμη αιτία που αυτό δε λειτουργεί, είναι η σχεδόν πλήρης απουσία ανάπτυξης χαρακτήρων.
Παρότι το σενάριο δίνει χρόνο σε αρκετούς συγκρατούμενους του Σουκατζίδη, αδιαφορεί στο να τους δώσει σάρκα και οστά…ή έστω ένα όνομα, παρότι αυτοί ήταν αληθινά πρόσωπα.
Ακόμα και η Χαρά, η αγαπημένη του Ναπολέοντα, που τυπικά αποτελεί βασικό ήρωα, παραμένει στο σκοτάδι.
Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος παίρνει μπρος η μηχανή, και με έναυσμα τη δολοφονία του Κρεχ, η πλοκή μπαίνει στη σειρά της, παρακολουθούμε την βάρβαρη τυχαία εκτέλεση 100 ντόπιων προς εκφοβισμό, και ακολουθεί η διαδικασία στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, από την άφιξη της εντολής, την επιλογή των 200, το επικό τελευταίο βράδυ, και φυσικά το μεγάλο φινάλε.
Άνισα είναι τα πράγματα και στις ερμηνείες, με τους ηθοποιούς να είναι ξεκάθαρο ότι προέρχονται από διαφορετικές σχολές, και με αρκετά κυμαινόμενο ταλέντο.
Άλλος παίζει σα να βρίσκεται στην Επίδαυρο και άλλος σαν σε τηλεοπτική σαπουνόπερα, και αυτή η αταξία προκαλεί σύγχυση.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου είναι εκείνος που κλέβει τη παράσταση, μαζί με τον André Hennicke που υποδύεται τον Φίσερ και μας θυμίζει πολύ έντονα κάτι από Christoph Waltz, προφανώς όχι τυχαία γιατί μοιάζουν και φυσιογνωμικά.
Το Τελευταίο Σημείωμα δεν είναι μια αψεγάδιαστη ταινία ούτε ένα αριστούργημα, αλλά είναι μια ταινία με υψηλό production value που επαναφέρει το καλό όνομα στο είδος του ελληνικού ιστορικού δράματος, χωρίς υπερβολές, χωρίς αχρείαστα love stories που σπαταλούν το χρόνο, με πραγματικό συναίσθημα, που ενεργοποιεί αντίστοιχες αντιδράσεις και στους θεατές…που δε σταματούσαμε να χειροκροτούμε για λεπτά μετά το τέλος της προβολής.
Από χθες βρίσκεται στις αίθουσες από την Tanweer, κλέψτε 100 λεπτά από το χρόνο σας και κάντε μια μικρή χάρη στον εαυτό σας να την παρακολουθήσει.
Στους κινηματογράφους από 26 Οκτωβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.