«Ι`ve seen things you people wouldn`t believe. Attack ships on fire off the shoulder of Orion. I watched C-beams glitter in the dark near the Tanhauser gate. All those moments will be lost in time like tears in rain. Time to die..»
Αυτά τα λόγια που ακούγονται από το στόμα της παγωμένης μορφής του Rutger Hauer λίγο πριν από το αλησμόνητο, επικό φινάλε αυτής της τόσο ξεχωριστής ταινίας, έρχονται μαζί με όλη την εικόνα αυτής της σεκάνς ανθολογίας κατευθείαν στο μυαλό του κάθε σινεφίλ όταν αναπολεί το Blade Runner.
Ένα φιλμ που όταν πρώτο κυκλοφόρησε ήταν μια εισπρακτική αποτυχία και αμφισβητήθηκε έντονα από τους κριτικούς αλλά στη συνέχεια έμελλε να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα sci -fi ,σημείο αναφοράς για το είδος αλλά και να χτίσει έναν ολόκληρο κινηματογραφικό μύθο.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει το κορυφαίο ίσως φιλμ της καριέρας του Ridley Scott τόσο σπουδαίο;
Είναι η ανεπανάληπτη φουτουριστική απεικόνιση μιας δυστοπικής κοινωνίας, η υποβλητική σκηνοθεσία, η αξεπέραστη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ή η εκθαμβωτική νεονουάρ αισθητική και το φιλοσοφικό υπόβαθρο του...;
Η απάντηση δίνεται ολοκληρωτικά στην πρώτη θέαση που θα επιχειρήσει κάποιος 35 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, στο σήμερα όπου μαζί με όλα τα προηγούμενα θα διαπιστώσει με έκπληξη ότι όχι μόνο ένα sci -fi με περιορισμένο μπάτζετ και την τεχνολογία του 1982 τα βάζει στα ίσια με τα υπέρογκα τωρινά μπάτζετ και την ψηφιακή τεχνολογία του 21ου αιώνα αλλά κι ότι μοιάζει τόσο φρέσκο και μοντέρνο σαν να πρόκειται για κάποια σημερινή υπερπαραγωγή.
Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να αναγάγει το θρυλικό φιλμ του Scott σε κινηματογραφικό επίτευγμα και να υπερβεί οποιαδήποτε άλλη αδυναμία μπορεί να έχει ένα κατά τα άλλα λιτό και χωρίς ιδιαίτερη δράση σενάριο.
Ο Ridley Scott, επηρεασμένος από το ανυπέρβλητο Metropolis του Fritz Lang, οραματίζεται ένα ζοφερό μέλλον και τοποθετεί την βασισμένη στο μυθιστόρημα του Philip Dick 'Do androids dream of electric sheep?', μια ιστορία σε ένα δυστοπικό πνιγμένο στην όξινη βροχή και την ομίχλη Λος Άντζελες το έτος 2019, όπου το ανθρώπινο είδος προκειμένου να εξερευνήσει το διάστημα και να ανακαλύψει νέους κόσμους έχει κατασκευάσει ανδρoειδή κατ’ εικόνα και καθ ‘ομοίωση (ρέπλικες), με τεχνίτη νοημοσύνη και συναισθήματα, τα οποία όμως έχουν κηρυχθεί παράνομα στη γη.
Όταν τέσσερα από αυτά θα αναζητήσουν τον δημιουργό τους με σκοπό να παρατείνουν τη σύντομη ζωή τους, ένας κυνηγός μπλέιντ ράνερ, αστυνομικός ειδικού σώματος, αναλαμβάνει τον εντοπισμό και την εξόντωση τους.
Όσο απλό είναι το σενάριο της ιστορίας άλλο τόσο πολύπλοκη και πολυδιάστατη είναι σκηνοθεσία του Scott.
Αρχικά δημιουργεί ένα νεονουάρ κλειστοφοβικό κινηματογραφικό σύμπαν γεμάτο ημίφως, βροχή, νέον φωτισμούς, cyberpank punk περσόνες και φυσιογνωμίες βγαλμένες μέσα από ρετρό αστυνομικές ταινίες και εν συνεχεία τοποθετεί σε αυτή τη σκοτεινή παρακμιακή πραγματικότητα μία ιστορία όπου ένα μάτσο αντιήρωες πλέκουν ένα γαϊτανάκι εξιλέωσης με σκοπό την αναζήτηση της πραγματικής αλήθειας.
Πηγαίνοντας κόντρα στις ευκολοχώνευτες, παραδοσιακές συνταγές των action movies και των κλασσικών sci - fi της εποχής ο Scott δημιουργεί χαρακτήρες που βασανίζονται με υπαρξιακά ερωτήματα και ηθικά διλήμματα βάζοντας στο επίκεντρο την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης και την ίδια τη ζωή περιορίζοντας την δράση σε ρόλο κομπάρσου, ενώ μέσω μιας αινιγματικής αφηγηματικής πορείας δεν ξεκαθαρίζει ούτε στιγμή το τοπίο παρά μόνο θέτει ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα ακόμα και μετά το εμβληματικό ανοιχτό φινάλε.
Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής και η διαχρονικότητα είναι ίσως το βασικό συστατικό που κάνει μια ταινία μεγάλη.
Το Blade Runner κατάφερε να δημιουργήσει έναν ολόκληρο κινηματογραφικό μύθο που έμεινε αναλλοίωτος στην πάροδο του χρόνου και θα είναι πάντα ένας από τους καλύτερους λόγους να επιστρέψει κάποιος στο παρελθόν για να ατενίσει το μέλλον.
Γιάννης Αποστολίδης.