Αναγέννηση, φωτιά, κρυμμένοι βάτραχοι, αποπλανητικά ερωτικά δίδυμα, ουρλιαχτά, πρόσωπα αινιγματικά, ήχοι να ζωντανεύουν από τοίχους και πολλές μεμονωμένες εικόνες σαν αλληλουχία ζωγραφικών επιτευγμάτων πλαισιώνουν το εναρκτήριο μέρος της, μέχρι μια σειρά γεγονότων να πυροδοτήσει ένα τελικό, εφιαλτικό αποκορύφωμα.
Δεν είναι η ψυχαναγκαστική τελειότητα των ρήσεων ενός διαρκούς κατηγόρου των ανθρώπινων υποσυνειδησιακών πράξεων που με την πάροδο του χρόνου βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στην ρεαλιστική καθημερινότητα, ούτε η ταύτιση με τους απαξιωμένους από τον ίδιο αέναα εναλλασσόμενους χαρακτήρες «ισορροπώντας» σε ένα αλληγορικό, σουρρεαλιστικό και προσωπικά αποδοσμένο νήμα, που θα κάνει τη διαφορά.
Είναι η κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που επέλεξε να γράψει το σενάριο της νέας του ταινίας κάτω από συνθήκες υψηλού πυρετού, ιδέα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται αστεία αλλά που αποτελεί τον βασικό λόγο που δίχασε και θα διχάζει η συγκεκριμένη ταινία, αφήνοντας μια αινιγματική επίγευση σε κάθε περίπτωση για το τι ακριβώς είχε στο μυαλό του ο Darren Aronofsky όταν την έγραφε.
Η απάντηση είναι μία: Αγνοώντας τις θεολογικές, ψυχολογικές αλλά και καθαρά φιλοσοφικές αποδεδειγμένες ρητορίες, επιλέγει να αφήσει μια καθαρά προσωπική οπτική του ανθρώπινου γένους παραθέτοντας απλά σκέψεις, βιβλικές αναφορές και ωμή καθημερινότητα, υιοθετώντας, ως επί το πλείστον, το ρόλο ενός «δικαστή Aronofsky» ή αλλιώς ενός «απαισιόδοξου προφήτη» που προειδοποιεί τους ανθρώπους για την καθημερινή τους αυταπάτη απέναντι σε αυτό που βλέπουν κι αυτό που θέλουν να δουν.
Για να μιλήσουμε, όμως πρακτικά, η περιπλοκότητα όλου αυτού του ιδιαίτερα καλοχτισμένου στατικού σύμπαντος του “Mother!” δεν κρύβεται στα μεμονωμένα σύμβολα ή τις προφανείς και ξεκάθαρες βιβλικές αλληγορίες που κινείται ο κεντρικός άξονας της ιστορίας ή ακόμα και τις οικολογικές και μισάνθρωπες ανησυχίες του δημιουργού της, όσο στο να κατανοήσει ο θεατής το ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ υπόβαθρο των ιδεών που βλέπει και γιατί οι κύριες ιδέες είναι παρουσιασμένες κατ’ αυτό τον τρόπο.
Τότε οι βιβλικές αναφορές και τα μεμονωμένα σύμβολα παύουν να υφίστανται, οδηγώντας σε ένα συνεργατικό συμπέρασμα που απ’ ότι φαίνεται αποκλίνει σε μεγάλο βαθμό από την προγονολατρεία της εξιστόρησής του: Μήπως ο Aronofsky δεν κατηγορεί την μετεξέλιξη του ανθρώπου ως βιβλικό ον αλλά την μετεξέλιξη της θεολογίας στο δικό του επίγειο μυαλό;
Όλα είναι μιας συνεχής πορεία ζωών, με αρχή, μέση και τέλος, που συναθροιστικά δρώντας, δεν παύουν να επηρεάζονται από καθορισμένα γεγονότα.
Οι γωνιακές αυτές «θνητές» πτυχές περικυκλώνονται κι ενώνονται μεταξύ τους από την πολυδιαστασιακότητα της μεταφυσικής θεοσοφικής ύπαρξης δημιουργώντας ουσιαστικά ένα «οκτάγωνο» ιδεολογικών σημείων κι εκπροσωπώντας έτσι την ανθρώπινη θεολογική πνευματικότητα.
Τοποθετώντας, λοιπόν, την κάμερα στο εσωτερικό του οκταγώνου αυτού, ο Aronofsky στήνει ένα μπερδεμένο παιχνίδι αντικειμένων, προσώπων, διαστάσεων και γεγονότων που αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους, πάντα όπως εκείνος θέλει.
Από τη γένεση του κόσμου γύρω από το ανεκτίμητο «Δέντρο της ζωής», τη δημιουργία των πρωτόπλαστων (η «γυνή» από ένα πλευρό του «ανδρός») και την πτώση του ανθρώπου έως τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τα πάθη και τη σταύρωση του Χριστού για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους και της μητέρας-γης, το βιβλικό στοιχείο του συμμέτοχου, κατά την πορεία του, ανθρώπου ξεδιπλώνεται άμεσα στην οθόνη, προσδίδοντας την αφετηρία των περικυκλωμένων αλληλοσυνδεδεμένων γεγονότων.
Αυτή θα αποτελέσει το στίγμα για την αρχή μιας ζωής βουτηγμένη στην «αμαρτία», που παρά την θεοσοφική άποψη ότι κάθε πράξη μπορεί να κριθεί και να συγχωρεθεί, αντιφάσκει με τον κόσμο του Aronofsky ο οποίος τοποθετεί τις επιλογές πάντα ισορροπούσες σε ένα λεπτό σκοινί πάνω από την κόλαση.
Ποιος, όμως, ευθύνεται γι’ αυτό;
Ο άνθρωπος; Απ’ ότι φαίνεται όχι.
Η ολοκλήρωση της ζωής του πνευματικού σύμπαντος έρχεται αναλογιζόμενοι πάντα τον χώρο στον οποίο βρισκόμαστε.
Αυτό πρακτικά δηλώνει ότι μπορεί, εκ πρώτης όψεως, ο άνθρωπος να απέρριψε τη βοήθεια του Θεού και να μην σεβάστηκε το σπίτι του, αλλά υπάρχει πάντα και η δύναμη της πνευματικότητας η οποία είναι αδύνατον να έχει διαβρωθεί χωρίς κάποιο ισχυρό λόγο.
Ίσως γιατί οι πολλαπλές επιθέσεις της ίδιας της θεολογίας εναντίον του έστρεψαν, εν τέλει, τον «πνευματικό Θεό» του σε έναν προσωποποιημένο «Διάβολο» που είναι ενδεχομένως ο τελικός Δημιουργός της αυτοκαταστροφής Του και των δημιουργημάτων Του.
Σε μια περίοδο που η πραγματική αγάπη και καλοσύνη έχουν παραδώσει πλέον τα ηνία τους σε Εκείνον που νομίζουν ότι θα τα προστατεύσει, καταλήγουν σε ένα εξ’ ολοκλήρου αδιέξοδο μίσους το οποίο θρέφει και θα θρέφει ανά τους αιώνες την πνευματικότητα του ανθρώπου «θρυμματίζοντας» τη σχέση του με την αληθινή του Μητέρα.
Παρά την ομολογουμένως ενδιαφέρουσα συζήτηση που θα μπορούσε να θίξει η ταινία αυτή, αυτό που καταφέρνει, ωστόσο, είναι να περιορίσει τον αυτοσκοπό της στον προσωπικό διαλογισμό γύρω από την αυτοπροβολή της θεματολογίας της και να αποκλίνει από την άρτια (τεχνική κυρίως) κινηματογραφική της εκτέλεση, που υποδαυλίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την προσπάθεια ανάδειξης της σεναριακής της ανάπτυξης.
Με την ερμηνεία της Jennifer Lawrence (Passengers) να επαρκεί αλλά να μην ξεχωρίζει πάντα και τον Javier Bardem (Pirates of the Caribbean: Dead Men Tell No Tales) να μπερδεύεται στις κεντρικές πτυχές του χαρακτήρα του, αυτό που απομένει είναι η κατάρριψη του καθόλου ρισκαδόρου σκηνοθετικού πλάνου, η οποία έρχεται μόνο στο τελευταίο μισάωρο, έχοντας οδέυσει πιο στυλιζαρισμένα συνολικά.
Επειδή, όμως, το σινεμά ήταν, είναι και θα είναι, κατά κύριο λόγο, συναισθήματα και βιώματα, ίσως, στο τέλος της ημέρας, η συζήτηση για τη «Μητέρα!» του Aronofsky να είναι εκείνη που θα ανακαλέσουν δυο φίλοι του μέλλοντος, πίνοντας κρασί σε μια κινηματογραφική λέσχη, πριν την έναρξη της νυχτερινής τους προβολής, θυμώμενοι το πυρετώδες εκείνο βράδυ του 2017, που βγήκαν απ’ την αίθουσα λες και ξύπνησαν από έναν οπτικοακουστικό εφιάλτη.
Στους κινηματογράφους από 19 Οκτωβρίου.
Νικόλ Φιλιπποπούλου.