Όταν ανέλαβα τη κριτική για τη ταινία Toivon Tuolla Puolen, δεν περίμενα ότι θα εξελισσόταν σε μια περίπτωση “δεν ήξερες, δεν ρώταγες;”.
Παρότι συμπαθής του σκανδιναβικού κινηματογράφου, δεν έτυχε να έρθω ποτέ σε επαφή με ταινία του Aki Kaurismäki και, κυριολεκτικά, δεν είχα ιδέα τι με περίμενε.
Έτσι λοιπόν, θα με συγχωρέσετε, αλλά το κείμενο που θα ακολουθήσει θα είναι περισσότερο μια απόδοση της εμπειρίας “ξεπαρθενιάσματός” μου, παρά μια τυπική κριτική.
Ο Wikström είναι ένας άνδρας γύρω στα 60, που παρατάει τη παλιά του δουλειά (πωλητής πουκαμίσων), παρατάει και τη γυναίκα του και αποφασίζει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, να ανοίξει το δικό του εστιατόριο.
Ξεπουλάει το στοκ που του έχει μείνει, το αυγατίζει σε μια χαρτοπαιχτική λέσχη, και αγοράζει ένα μικρό εστιατόριο που μοιάζει ευκαιρία, έτοιμο, λειτουργικό, στελεχωμένο με έμπειρο προσωπικό και με υπάρχουσα πελατεία.
Η πραγματικότητα όμως είναι αρκετά διαφορετική..
Ο Khaled είναι ένας νεαρός Σύρος μετανάστης, που βρέθηκε στη χώρα κατά λάθος, όταν ενώ προσπαθούσε να γλιτώσει από τις αρχές της Πολωνίας, μπούκαρε σε ένα εμπορικό πλοίο και κρυμμένος έφτασε μέχρι τη Φινλανδία.
Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να βρει την αδερφή του, την οποία έχασε κάπου στα σύνορα της Ουγγαρίας και έκτοτε προσπαθεί να εντοπίσει.
Κάποια στιγμή οι δρόμοι των δύο ανδρών, εντελώς τυχαία συναντιόνται, αλλάζοντας τις ζωές και των δύο.
Από πού να αρχίσω..
Όντας casual θεατής arthouse ταινιών, τα μάτια μου έχουν δει αρκετά, όμως ο Aki Kaurismäki έχει το δικό του ξεκάθαρο στυλ που εφαρμόζεται τόσο στο δημιουργικό όσο και στο τεχνικό κομμάτι των ταινιών του.
Έτσι, το άμαθο μάτι χρειάζεται κάποιο χρόνο για να μπει στο κλίμα, να αντιληφθεί ότι, αντίθετα με άλλους δημιουργούς που χρησιμοποιούν άσκοπα και υπερφίαλα κάποιες από τις μεθόδους που βλέπουμε και στα έργα του όπως το deadpan χιούμορ, εκείνος ξέρει ακριβώς τι κάνει, πότε το κάνει και γιατί το κάνει.
Έτσι κι εγώ πρέπει να ομολογήσω ότι χρειάστηκα αρκετό χρόνο για να βυθιστώ στον εξωπραγματικό μικρόκοσμό του, στα ρετρό σκηνικά του, τα στατικά πλάνα του, τους λακωνικούς διαλόγους του, τους ανέκφραστους ήρωές του, το σαρδόνιο χιούμορ και τον τρόπο που αυτό δένει με την τραγωδία, και φυσικά στη μουσική του, με τα rock’n’roll ιντερλούδια να μοιάζουν με βελούδινα χαστούκια.
Χαστούκια που χρειάζεσαι γιατί, ο ρυθμός του φιλμ δεν είναι και ο καλύτερος.
Σίγουρα το γεγονός ότι είμαι πρωτάρης περιέπλεξε τις προσδοκίες μου, όμως σε κάθε περίπτωση η αραιή πλοκή και η μεγάλη καθυστέρηση στην φυσιολογικά αναμενόμενη συνάντηση των δύο ηρώων, κάνουν τη πρώτη ώρα του φιλμ κάπως κουραστική.
Το ευχάριστο είναι ότι στη συνέχεια αυτό απογειώνεται, με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις (ακόμα και σε υποτονική μορφή) να είναι πιο έντονες, και το χιούμορ σιωπηλά ξεκαρδιστικό.
Έχω φτάσει στο φινάλε του κειμένου και ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν το Toivon Tuolla Puolen πραγματικά μου άρεσε.
Ήταν μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία, με αρκετά προβλήματα, αλλά και μια καλλιτεχνική ματιά που με κάνει να θέλω να βουτήξω στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη.
Στους κινηματογράφους από 12 Οκτωβρίου.
Αλέξανδρος Κυριαζής.