Ο Γιώργος Λάνθιμος αποτελεί πλέον ένα ξεχωριστό όνομα στο χώρο της σκηνοθεσίας που συνεχώς εξελίσσεται.
Εδώ περνάει για πρώτη φορά στην άλλη άκρη του Ατλαντικού για γυρίσματα, ενώ έχει στα χέρια του ένα σημαντικό budget και ένα καστ πρωτοκλασάτων ηθοποιών (Colin Farrell, Nicole Kidman, μαζί μετά το Beguiled).
Συνεχίζοντας εκεί που σταμάτησε με τον Αστακό, κάνει μια ταινία πιο προσιτή για το κοινό σε σχέση με την αρκετά δύσκολη παρακολούθηση που υπήρχε στα πρώτα και πιο πειραματικά φιλμ, διατηρώντας όμως τη δική του ιδιαίτερη καλλιτεχνική ματιά.
Στο πρώτο κομμάτι της ταινίας μας παρουσιάζει τη φαινομενικά ήρεμη ζωή ενός καρδιοχειρούργου (Colin Farrell, Fantastic Beasts and Where to Find them) που ζει με την οικογένειά του, και αναπτύσσει μια φιλική σχέση με το γιο ενός πρώην ασθενή του (Barry Keoghan, Dunkirk).
Παρόλο που το πρώτο μέρος είναι σχετικά αργό και υπάρχει η ιδιαίτερη κωμική αύρα στην επιφάνεια όπως και σε προηγούμενες ταινίες του, νιώθουμε συνεχώς μια υπόγεια ένταση ότι κάτι επικίνδυνο εγκυμονεί. Και όταν αυτό το κάτι έρθει, δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα.
Με μια κινηματογράφηση που θυμίζει σε αρκετά σημεία Kubrick, αξιοποιεί ιδανικά την κάμερα, και με πολλά στατικά πλάνα και ελεγχόμενο ζουμάρισμα, δίνει βαρύτητα στο όλο εγχείρημα.
Η αγωνία διαχέεται μέσα σε κάθε σκηνή και υποστηρίζεται ιδανικά από μια τρομακτική μουσική επένδυση, που σε κρατάει σε εγρήγορση και σε κάνει να παρακολουθείς με ένταση την εξέλιξη.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η θεματολογία του έργου, με το σενάριο του μόνιμου συνεργάτη Ευθύμη Φιλίππου.
Όπως ίσως καταλαβαίνει κάποιος από τον τίτλο, η ιδέα έχει τη βάση της στην τραγωδία του Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Αυλίδι.
Κάνοντας μια αλληγορία με εκείνο το έργο, αλλά και με έναν πιθανό συνειρμό με την Παλαιά Διαθήκη και την ιστορία του Αβραάμ, δημιουργεί μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία, που βασίζεται στην έννοια της θυσίας για ένα γενικότερο καλό.
Με αυτόν τον τρόπο βάζει τον πρωταγωνιστή σε ένα τρομακτικό δίλημμα, που τον φτάνει στα όρια της ηθικής του ανάμεσα στο θάνατο και στην ελπίδα, με μια τιμωρία που έρχεται ως Νέμεσις για την Ύβρη του παρελθόντος.
Οι ερμηνείες έχουν και αυτές την ταυτότητα του Λάνθιμου, με πολλές στιγμές να παρατηρούμε ένα απαθές στυλ απαγγελίας, με αρκετά συγκρατημένες εκφράσεις και κινήσεις από όλους τους ηθοποιούς.
Αυτή τη μάσκα όμως σπάει με μεγάλη επιτυχία ο Colin Farrell όποτε απαιτείται, δίνοντάς μας την άβυσσο στην οποία βυθίζεται ο χαρακτήρας του, και είναι εξαιρετικός και στη δεύτερη συνεργασία με τον Έλληνα σκηνοθέτη.
Δίπλα του η Nicole Kidman (Lion) έχει ένα γνώριμο ψυχρό παρουσιαστικό που εμφανίζει σε αρκετές περιπτώσεις, το οποίο όμως είναι πολύ ταιριαστό στο ύφος της ταινίας, ενώ πολύ καλή είναι και η παρουσία των νεαρών ηθοποιών.
Όλα λειτουργούν εξαιρετικά, δίνοντας ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα το οποίο σε καθηλώνει.
Σίγουρα απευθύνεται σε ένα σινεφίλ κοινό, όχι όμως τόσο «σκληροπυρηνικό» όσο οι πρώτες ταινίες του.
Στους κινηματογράφους από 2 Νοεμβρίου.
Γιώργος Νυκταράκης.