Αυστραλία, δεκαετία του '20.
Σε μια φάρμα στα βόρεια σύνορα μετακομίζει ο Harry March, ένας βετεράνος του Πολέμου με σοβαρά ψυχολογικά τραύματα.
Γνωρίζει τον Fred Smith, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο του Θεού, που αντίθετα με τη πλειοψηφία, συμπεριφέρεται στους Αβορίγινες ως ίσους και όχι ως δούλους.
Μετά από μια παρεξήγηση, ο Harry κατηγορεί τον Sam, τον Αβορίγινα βοηθό του Fred, ότι έχει δώσει άσυλο στον φυγά “δούλο” του, του επιτίθεται και ο Sam σε αυτοάμυνα τον σκοτώνει.
Σίγουρος ότι θα τον καταδικάσουν, ο Sam παίρνει τη γυναίκα του και εξαφανίζονται στη άγρια ερημιά.
Όμως ο σερίφης μαζί με ένα άλλο ρατσιστικό “καλόπαιδο” της περιοχής, τον παίρνουν στο κατόπι.
Βραβευμένη σε Τορόντο και Βενετία, η ταινία του Warwick Thornton φαίνεται ότι χτύπησε απευθείας στο ευαίσθητο σημείο των οπαδών των κλασσικών γουέστερν, αφού έχει όλα τα χαρακτηριστικά τους και κάτι περισσότερο.
Ένα ozploitation φιλμ που καταπιάνεται με το πονεμένο ζήτημα της εκμετάλλευσης των ιθαγενών από τους Βρετανούς εποίκους, χωρίς όμως να έχει να πει κάτι που δεν έχουμε ξανακούσει ή ξαναδεί.
Αυτό όμως μοιάζει πταίσμα μπροστά στο βασανιστικά αργό ρυθμό που έχουν τα δύο πρώτα acts του, σε σημείο που νοιώθεις κυριολεκτικά τη καυτή άμμο να σου ανεβάζει το πυρετό.
Αυτό θα μπορούσε να μετριαστεί αν η φωτογραφία ταξίδευε το μάτι, όμως αντίθετα αυτή είναι σχεδόν τηλεοπτική.
Για καλή μας τύχη, η τρίτη του πράξη ξαφνικά θυμάται ότι είναι κινηματογραφική ταινία και όχι ντοκυμαντέρ για μαζοχιστές τουρίστες, με το πολύ δυνατό φινάλε να μας αφήνει μια γλυκιά γεύση για το τέλος.
Αλέξης Κυριαζής.