H ανακάλυψη της πραγματικής «φιλίας των συναισθημάτων» στο πρόσωπο μιας ψυχής που δεν μιλάει με το στόμα, αλλά με το σώμα, διαθέτοντας τέσσερα πόδια κι εκφραστικά ματάκια, δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια δακρύβρεχτη ιστορία που μια ομάδα φιλόζωων σινεφίλ θα επιλέξουν να δουν στην τηλεόρασή τους, μια όμορφη μέρα, προκαλώντας συζητήσεις, στη συνέχεια, για την ανθρώπινη σκληρότητα που κατακρημνίζει τα αθώα τα σκυλάκια, κλπ.
Ναι, το σινεμά είναι τις περισσότερες φορές συναισθήματα εμπνευσμένα από τη ζωή-το έχουμε πει πολλές φορές αυτό-με όλα του τα επακόλουθα ως προς την υπερβολή, όμως παρόλ’ αυτά, πάντα θα υπάρχουν και αυτές οι λίγο διαφορετικές οπτικές που δεν έχουν ως σκοπό να «ξεσπάσουν» μπροστά στο μεγάλο πανί, όσο να σωπάσουν, δραματοποιώντας εσωτερικά πλέον την άποψη που επιθυμούν να θίξουν.
Σε αυτή ακριβώς την κατηγορία θα κατέτασσε κανείς το “Wendy and Lucy”, μια ιστορία 100% ρεαλιστική, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η περιπέτεια του νεαρού που έπεσες πάνω του κατά λάθος το πρωί, καθώς βιαζόσουν να προλάβεις το λεωφορείο για τη δουλειά ή τη σχολή.
Αυτό φυσικά, δεν αναιρεί την άκρως διαφορετική φύση της, αφού κανείς ποτέ δεν είπε ότι η διαφορετικότητα αποκλείεται να κρύβεται στα απλά και καθημερινά ενδεχόμενα.
Τουναντίον, οι πιο ασυνήθιστα όμορφες ιστορίες είναι εκείνες που δεν θα ηρωοποιηθούν από φακούς και δήθεν επαναστατισμούς, αλλά θα δράσουν ουσιαστικά και λακωνικά, κοιτώντας άμεσα τον θεατή τους στα μάτια και ζητώντας του να πάρει θέση στο επιλεγμένο θέμα.
Επειδή το ζήτησε ένας σκηνοθέτης;
Όχι… Επειδή το ζητά η λογική και τα βιώματα.
Για όλους όσους έχουν σκύλο, ο μεγαλύτερος εφιάλτης θα ήταν να ξυπνήσουν μια μέρα και ο σκύλος τους να μην είναι εκεί.
Οι μέρες δεν θα περνούν με τίποτα και οι χειρότερες σκέψεις θα κατακλύζουν το μυαλό τους, αναζητώντας πιθανές καταλήξεις στην ιστορία την οποία βιώνουν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα συναισθήματα είναι τόσο «βομβαρδιστικά» και πυρετώδη, που δύσκολα θα σκεφτόταν κανείς μια φράση που πολλές φορές λέμε στον εαυτό μας σαν εφησυχασμό, αλλά άλλες φορές αγνοούμε ηθελημένα γιατί δεν μας συμφέρει: «Κάθε εμπόδιο για καλό».
Προφανώς και δεν ισχύει καθολικά, αλλά αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι ένα εμπόδιο-όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση η εξαφάνιση ενός σκύλου-αποτελεί ενδεχομένως μια συνιστώσα ενός προβλήματος και όχι το κέντρο αυτού.
Θα άξιζε κανείς να επιλύσει τη συνιστώσα και να αγνοήσει το πρόβλημα;
Η καρδιά θα απαντούσε «ναι», γιατί πολλές φορές η λύση του προβλήματος θα ήταν ψυχοφθόρα και ανεπιθύμητη.
Επειδή όμως η ζωή δεν είναι καρδιά, αλλά η τελευταία αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες της πρώτης και ακολουθεί τη δική της «λογική», είναι πλέον στο χέρι του καθενός ποιο «μονοπάτι» θα επιλέξει, στο τέλος της ημέρας, όπως ακριβώς έκανε η Wendy στη συγκεκριμένη ταινία.
Δεν απέφυγε, δεν εθελοτυφλούσε, επέλεξε!
Κι ενώ η Wendy στέκεται ως ο κατάλληλα πολυσύνθετος και διχαστικός χαρακτήρας για ένα οποιοδήποτε άτομο του κοινού, η Michelle Williams από την άλλη δεν ξέρω αν κατάφερε σε τόσο μεγάλο βαθμό να ορίσει το πλαίσιο δράσης της και σκέψης της ως Wendy, κινούμενη περισσότερο «υποκριτικά» και λιγότερο σεναριακά ταυτιζόμενη.
Εδώ, ίσως αξίζει να υπενθυμίσω αυτό που είπα και στην αρχή: Το σινεμά είναι κατά βάση συναισθήματα.
Θα προσέθετα όμως και κάτι επιπλέον (όχι απαραίτητα κακό): Είναι συναισθήματα που προέρχονται πολλές φορές από την ίδια την ιστορία και όχι τελικά από την ταινία.
Νικόλ Φιλλιποπούλου.
Ναι, το σινεμά είναι τις περισσότερες φορές συναισθήματα εμπνευσμένα από τη ζωή-το έχουμε πει πολλές φορές αυτό-με όλα του τα επακόλουθα ως προς την υπερβολή, όμως παρόλ’ αυτά, πάντα θα υπάρχουν και αυτές οι λίγο διαφορετικές οπτικές που δεν έχουν ως σκοπό να «ξεσπάσουν» μπροστά στο μεγάλο πανί, όσο να σωπάσουν, δραματοποιώντας εσωτερικά πλέον την άποψη που επιθυμούν να θίξουν.
Σε αυτή ακριβώς την κατηγορία θα κατέτασσε κανείς το “Wendy and Lucy”, μια ιστορία 100% ρεαλιστική, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η περιπέτεια του νεαρού που έπεσες πάνω του κατά λάθος το πρωί, καθώς βιαζόσουν να προλάβεις το λεωφορείο για τη δουλειά ή τη σχολή.
Αυτό φυσικά, δεν αναιρεί την άκρως διαφορετική φύση της, αφού κανείς ποτέ δεν είπε ότι η διαφορετικότητα αποκλείεται να κρύβεται στα απλά και καθημερινά ενδεχόμενα.
Τουναντίον, οι πιο ασυνήθιστα όμορφες ιστορίες είναι εκείνες που δεν θα ηρωοποιηθούν από φακούς και δήθεν επαναστατισμούς, αλλά θα δράσουν ουσιαστικά και λακωνικά, κοιτώντας άμεσα τον θεατή τους στα μάτια και ζητώντας του να πάρει θέση στο επιλεγμένο θέμα.
Επειδή το ζήτησε ένας σκηνοθέτης;
Όχι… Επειδή το ζητά η λογική και τα βιώματα.
Για όλους όσους έχουν σκύλο, ο μεγαλύτερος εφιάλτης θα ήταν να ξυπνήσουν μια μέρα και ο σκύλος τους να μην είναι εκεί.
Οι μέρες δεν θα περνούν με τίποτα και οι χειρότερες σκέψεις θα κατακλύζουν το μυαλό τους, αναζητώντας πιθανές καταλήξεις στην ιστορία την οποία βιώνουν.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα συναισθήματα είναι τόσο «βομβαρδιστικά» και πυρετώδη, που δύσκολα θα σκεφτόταν κανείς μια φράση που πολλές φορές λέμε στον εαυτό μας σαν εφησυχασμό, αλλά άλλες φορές αγνοούμε ηθελημένα γιατί δεν μας συμφέρει: «Κάθε εμπόδιο για καλό».
Προφανώς και δεν ισχύει καθολικά, αλλά αξίζει να ληφθεί υπόψη ότι ένα εμπόδιο-όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση η εξαφάνιση ενός σκύλου-αποτελεί ενδεχομένως μια συνιστώσα ενός προβλήματος και όχι το κέντρο αυτού.
Θα άξιζε κανείς να επιλύσει τη συνιστώσα και να αγνοήσει το πρόβλημα;
Η καρδιά θα απαντούσε «ναι», γιατί πολλές φορές η λύση του προβλήματος θα ήταν ψυχοφθόρα και ανεπιθύμητη.
Επειδή όμως η ζωή δεν είναι καρδιά, αλλά η τελευταία αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες της πρώτης και ακολουθεί τη δική της «λογική», είναι πλέον στο χέρι του καθενός ποιο «μονοπάτι» θα επιλέξει, στο τέλος της ημέρας, όπως ακριβώς έκανε η Wendy στη συγκεκριμένη ταινία.
Δεν απέφυγε, δεν εθελοτυφλούσε, επέλεξε!
Κι ενώ η Wendy στέκεται ως ο κατάλληλα πολυσύνθετος και διχαστικός χαρακτήρας για ένα οποιοδήποτε άτομο του κοινού, η Michelle Williams από την άλλη δεν ξέρω αν κατάφερε σε τόσο μεγάλο βαθμό να ορίσει το πλαίσιο δράσης της και σκέψης της ως Wendy, κινούμενη περισσότερο «υποκριτικά» και λιγότερο σεναριακά ταυτιζόμενη.
Εδώ, ίσως αξίζει να υπενθυμίσω αυτό που είπα και στην αρχή: Το σινεμά είναι κατά βάση συναισθήματα.
Θα προσέθετα όμως και κάτι επιπλέον (όχι απαραίτητα κακό): Είναι συναισθήματα που προέρχονται πολλές φορές από την ίδια την ιστορία και όχι τελικά από την ταινία.
Νικόλ Φιλλιποπούλου.