Ο Django Reinhardt ήταν ένας από τους πιο επιδραστικούς κιθαρίστες στην ιστορία της μουσικής, ο οποίος παίζοντας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα καθόρισε σε τεράστιο βαθμό την εξέλιξη της jazz μουσικής.
Ο σεναριογράφος Etienne Comar ο οποίος εδώ κάνει την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα, επιλέγει να μην ασχοληθεί με όλη τη διάρκεια της ζωής του πρωτοπόρου αυτού μουσικού, αλλά να εστιάσει στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου ο Django προσπάθησε να διαφύγει από την κατεχόμενη Γαλλία όπου και ζούσε.
Δεν είναι όμως και το πιο καλό ντεμπούτο που θα μπορούσε να κάνει.
Η ταινία από πολύ νωρίς μας κάνει να χάσουμε το ενδιαφέρον μας καθώς δεν φαίνεται να βρίσκει καθόλου την κατεύθυνσή της παρά μόνο πολύ αργά.
Το βασικό στόρι της φυγής του πρωταγωνιστή δεν διαθέτει σχεδόν καθόλου ένταση, με αποτέλεσμα να μας παρουσιάζει μια αδιάφορη εξέλιξη που δεν μας τραβάει να την παρακολουθήσουμε.
Παράλληλα χάνει την ευκαιρία να εμβαθύνει στην πολιτική, και ως προς το πρόσωπο του πρωταγωνιστή αλλά και γενικότερα, καθώς δεν καταφέρνει να μας βάλει στο κλίμα του Β’ Παγκοσμίου και να μας μεταδώσει τον τρόμο της εποχής.
Σημαντικότερο σφάλμα όμως για μια βιογραφική ταινία είναι ότι ουσιαστικά δεν μας δίνει πληροφορίες για το πρόσωπο του Django.
Πέρα από κάποια γεγονότα της ζωής του τα οποία μάλιστα απλώς αναφέρονται, όπως το ατύχημα που είχε μικρός και ο τρόπος παιξίματος, ο δημιουργός της ταινίας δεν εκμεταλλεύεται το υλικό που έχει στα χέρια του ώστε να εμβαθύνει στον χαρακτήρα.
Οι προσωπικές στιγμές είναι αρκετά άνευρες, οι μεταστροφές του δεν δικαιολογούνται επαρκώς, κάποια γεγονότα που σχετίζονται με την καταγωγή του περνάνε αδιάφορα, ενώ ένα love story που προσπαθεί να χτίσει δείχνει πολύ αδύναμο.
Με αυτήν την προσέγγιση δεν παίρνει βοήθεια και ο πρωταγωνιστής Reda Kateb (Λευκοί Ιππότες) ο οποίος έχει το στυλ, αλλά δεν μας προσφέρει κάτι παραπάνω.
Μοναδική παρηγοριά η μουσική η οποία όποτε βρίσκεται στο επίκεντρο, ξεπερνάει εύκολα οτιδήποτε άλλο (δεν) μας προσφέρει η ταινία.
Στους κινηματογράφους από 21 Δεκεμβρίου.
Γιώργος Νυκταράκης.