Aπό το “Eraserhead”, το “Blue Velvet” και το “Twin Peaks” έως το “Lost Highway” και το “Mulholland Drive”, ο David Lynch χάραξε την εγκεφαλικά σουρρεαλιστική και «Μπεργκμανικά» εμπνευσμένη φιλοσοφία του, σε μονοπάτια βαθιά ανθρώπινης ψυχολογίας των «αλλόκοτων» ηρώων του αλλά και… του κοινού του.
Στηριζόμενος πάντα σε συγκεκριμένες παραδοχές και αξιοποιώντας τις προσωπικές του «ονειρικά» σκηνοθετικές πρωτοτυπίες, ο μεγάλος σκηνοθέτης δεν αρκέστηκε ποτέ σε μια αυτοαναφορική διαδρομή ιδεών μέσα από τις ταινίες του, αλλά ήταν υπέρμαχος μιας αυστηρά ορισμένης κινηματογραφικής ιδεολογίας - την οποία και έδινε συχνά ως απάντηση στις συνεντεύξεις του:
«Οι ταινίες μου δεν κρύβουν ποτέ κάτι διαφορετικό από το εμφανές.
Ό,τι χρειάζεται για να τις ανακαλύψετε υπάρχει εκεί μέσα»… λίγο πιο παιχνιδιάρικα δοσμένα, θα προσέθετα εγώ.
Γιατί το «παιχνίδι» με τον David Lynch όντως δεν περιτριγυρίζεται από ακραίες εκφράσεις περίπλοκων συμβόλων που απαιτούν συνειρμούς επί συνειρμών για να αποδοθούν, όσο από δράσεις προσώπων που συνεπάγονται μια αντίδραση από τον θεατή, ελαφρώς χειραγωγημένη όμως.
Σε αυτή ακριβώς την πορεία που χάραξε ο σκηνοθέτης, πάτησε και αυτή τη φορά στο “Lost Highway”, τη βάση του οποίου υιοθέτησε και λίγο αργότερα στο “Mulholland Drive”.
Η γριφώδης αποσπασματικότητά του σε συνδυασμό με τη σιωπηλή νεονουάρ σκηνοθεσία του, είναι κλασικά Λιντσικά χαρακτηριστικά που πλαισιώνουν από μόνα τους τόσο την αινιγματικότητα του εγχειρήματος που προβάλλουν, όσο και τα «κλειδιά» για να κατασταθεί το τελευταίο διαχειρίσιμο.
Αν χρειαζόταν, λοιπόν, να αποκωδικοποιήσει κανείς αυτό ακριβώς το σκηνοθετικό «αδιέξοδο» που είδε στο “Lost Highway”, το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει είναι ερωτήσεις λογικής στον εαυτό του: Μέσα σε όλη αυτή τη βαβούρα, ποιο είναι το πρόβλημα που διακρίνεται;
Ζήλεια, απάτη, προδοσία (αυτό είναι το κίνητρο)…
Για ποιο λόγο να καταφύγει κανείς σε έναν κόσμο πολλών διαφορετικών εκδοχών με κοινά σημεία;
Ίσως γιατί θέλει να διαφοροποιήσει την μία και μοναδική, πραγματική εκδοχή προς όφελός του (αυτό είναι η ψυχολογική βάση)…
Και πώς οι διαφορετικές εκδοχές επηρεάζονται από τα κίνητρα;
Υποσυνείδητα, προσπαθώντας να τα αντιστρέψουν με κάθε ΜΗ ρεαλιστικό τρόπο (αυτό είναι ένα γεγονός).
Η διαστρέβλωση αυτή των πραγματικών δεδομένων, θα αποτελέσει και την κύρια αιτία δημιουργίας πολλαπλών ιστοριών και προσώπων, συνδεδεμένων μεταξύ τους που στηρίζονται σε μία μόνο διπολική αρχή: Το φαίνεσθαι δεν είναι.
Η ύπαρξη οποιωνδήποτε ομοιοτήτων μεταξύ δύο ατόμων δεν συνεπάγεται την ταύτιση των ατόμων αυτών σε κάθε επίπεδο, ιδιότητα που βρίσκει λειτουργική εφαρμογή στην κατασκευή των υποσυνείδητων παράπλευρων κόσμων.
Η πολλαπλότητα των κόσμων αυτών έγκειται απ’ τη μία στην αδυναμία του καθενός να αναπτυχθεί αυτούσιος λόγω των έμπρακτων αποδεικτικών στοιχείων πραγματικότητας που συμβάλλουν στην καταστροφή του, αλλά και στους λεπτομερειακούς συνδετικούς κρίκους μεταξύ τους, σχηματίζοντας προκαθορισμένες πορείες και κοινά σημεία των διαφορετικών ιστοριών.
Η σεναριακή απεικόνιση του εγχειρήματος αυτού παραπέμπει σε μεγάλο βαθμό στη θεωρία παράλληλων συμπάντων- η επιρροή φάνηκε ξεκάθαρα με το “Donnie Darko (2001)”- αλλά ακόμα περισσότερο στην σχέση μεταξύ καθρεπτιζόμενου προσώπου-ειδώλου, η οποία μπορεί να φανεί και στην περίπτωση σχηματικής αναπαράστασης της ροής της ιστορίας, που αποτελεί και αυτοαναφορά της συγκεκριμένης ταινίας.
Η σκηνοθετική δε απόδοση της λαβυρινθώδους πορείας της ιστορίας, στηρίζεται περισσότερο στην «πρόβλεψη» της σκέψης του ίδιου του θεατή και λιγότερο περιπλοκότητα της ίδιας της ιστορίας.
Η έλλειψη διαλόγων και η επανάληψη ορισμένων χαρακτηριστικών στα πλάνα μεταδίδει άμεσα την πληροφορία που επιθυμεί να μεταδώσει ο σκηνοθέτης, χωρίς περαιτέρω επεξήγηση ή περιγραφική ακολουθία.
Εξιχνιαστικά σκεπτόμενοι, όμως, η σεναριακή αποτύπωση δεν στηρίζεται μόνο στα χρονικά και ψυχολογικά κόλπα σε συνδυασμό με τα σκηνοθετικά «υπονοούμενα», όσο και στον καθορισμό εξαρχής ενός αδύναμου σημείου δράσης των πρωταγωνιστών· του εικονικού στοιχείου-κάμερας πιο συγκεκριμένα.
Η δυνατότητα της κάμερας να ακολουθεί έναν άνθρωπο και να απαθανατίζει δίχως αμφισβήτηση βιώματά του, συγκροτεί σίγουρα ένα επιβεβαιωμένο αρχείο αποδείξεων λειτουργώντας θετικά και αρνητικά ανάλογα με την περίσταση, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί νοητικά ως μέσο βέβαιης χειραγώγησης.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, η σουρρεαλιστική αυτή κυριαρχία δεν παραμένει ανεξέλεγκτη στη χρονική της διάρκεια.
Η παρέμβαση ενός άγνωστου mystery man-μπαλαντέρ που προωθεί την γρηγορότερη έκβαση του επιθυμητού υποσυνειδησιακού αποτελέσματος στέκεται κρίσιμη, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που ο αυτοσχεδιασμός ξεφεύγει από την προκαθορισμένη πορεία της ιστορίας και απαιτείται πλέον άμεση υπενθύμιση της παρούσας κατάστασης.
Σε εκείνη την περίπτωση οι πολλαπλές ιστορίες και οι «παράδρομοί» τους θα συγκλίνουν κάτω από μια κύρια συνιστώσα· μια λεωφόρο αέναη και ατελείωτη, η οποία αναμένει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα και την «έξοδό» του σε εκείνη (μέσω μιας Λιντσικής θύρας) για χαθεί στους άγνωστους προορισμούς της.
Νικόλ Φιλλιποπούλου.